rootbreaker
Τυχερό μέλος 2014
Η rootbreaker αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 34 ετών και μας γράφει απο Βόλος (Μαγνησία). Έχει γράψει 700 μηνύματα.
23-09-12
06:58
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
rootbreaker
Τυχερό μέλος 2014
Η rootbreaker αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 34 ετών και μας γράφει απο Βόλος (Μαγνησία). Έχει γράψει 700 μηνύματα.
09-09-12
11:05
Εμπρος λαε μη σκυβεις το κεφαλι.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
rootbreaker
Τυχερό μέλος 2014
Η rootbreaker αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 34 ετών και μας γράφει απο Βόλος (Μαγνησία). Έχει γράψει 700 μηνύματα.
01-07-12
02:22
Εχει η πλαση κοκκινησει..
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
rootbreaker
Τυχερό μέλος 2014
Η rootbreaker αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 34 ετών και μας γράφει απο Βόλος (Μαγνησία). Έχει γράψει 700 μηνύματα.
29-06-12
12:18
Παντα δακρυζω μ αυτο.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
rootbreaker
Τυχερό μέλος 2014
Η rootbreaker αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 34 ετών και μας γράφει απο Βόλος (Μαγνησία). Έχει γράψει 700 μηνύματα.
27-06-12
12:41
Aν και καθυστερημενα,θα προσπαθησω να ποσταρω τραγουδια-υμνους με διδαγματα απο το χτες για το σημερα και το αυριο.
Συγνωμη αν εκ παραδομης ποσταρω κατι το οποιο κοσμει αυτο το εξαιρετικο θρεντ.
[/YOUTUBE]
https://www.youtube.com/watch?v=uLgJWpaP9f8[/YOUTUBE]
Συγνωμη αν εκ παραδομης ποσταρω κατι το οποιο κοσμει αυτο το εξαιρετικο θρεντ.
Ο φασισμός δεν έρχεται από το μέλλον
καινούριο τάχα κάτι να μας φέρει.
Τι κρύβει μέσ' στα δόντια του το ξέρω,
καθώς μου δίνει γελαστός το χέρι.
Οι ρίζες του το σύστημα αγκαλιάζουν
και χάνονται βαθιά στα περασμένα.
Οι μάσκες του με τον καιρό αλλάζουν,
μα όχι και το μίσος του για μένα.
Το φασισμό βαθιά καταλαβέ τον.
Δεν θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον.
Ο φασισμός δεν έρχεται από μέρος
που λούζεται στον ήλιο και στ' αγέρι,
το κουρασμένο βήμα του το ξέρω
και την περίσσεια νιότη μας την ξέρει.
Μα πάλι θέ ν' απλώσει σα χολέρα
πατώντας πάνω στην ανεμελιά σου,
και δίπλα σου θα φτάσει κάποια μέρα
αν χάσεις τα ταξικά γυαλιά σου
καινούριο τάχα κάτι να μας φέρει.
Τι κρύβει μέσ' στα δόντια του το ξέρω,
καθώς μου δίνει γελαστός το χέρι.
Οι ρίζες του το σύστημα αγκαλιάζουν
και χάνονται βαθιά στα περασμένα.
Οι μάσκες του με τον καιρό αλλάζουν,
μα όχι και το μίσος του για μένα.
Το φασισμό βαθιά καταλαβέ τον.
Δεν θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον.
Ο φασισμός δεν έρχεται από μέρος
που λούζεται στον ήλιο και στ' αγέρι,
το κουρασμένο βήμα του το ξέρω
και την περίσσεια νιότη μας την ξέρει.
Μα πάλι θέ ν' απλώσει σα χολέρα
πατώντας πάνω στην ανεμελιά σου,
και δίπλα σου θα φτάσει κάποια μέρα
αν χάσεις τα ταξικά γυαλιά σου
Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ' τους άλλους θεν παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
σ' αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
τους έχω βαρεθεί.
Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνει με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,
την έχω βαρεθεί.
Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
τους Γερμανούς, τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.
Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας νταντάδες,
κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
με ιδεώδεις υποτακτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.
Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ' όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα 'χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ' τους άλλους θεν παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
σ' αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
τους έχω βαρεθεί.
Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνει με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,
την έχω βαρεθεί.
Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
τους Γερμανούς, τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.
Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας νταντάδες,
κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
με ιδεώδεις υποτακτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.
Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ' όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα 'χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.
Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγά, μας κυνηγάει ] 2x
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
Γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα
Γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα
Πολύ κρύο, πολύ κρύο, πολύ κρύο εφέτος
Πιο κοντά, πιο κοντά μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους ] 2x
Μέσα στις τσέπες του παλιού πανωφοριού τους
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν
απ' τη βροχή και την απόσταση
Η ανάσα τους ειν' ο καπνός ενός τραίνου
που πάει μακριά, πολύ μακριά
που πάει μακριά, πολύ μακριά
Κουβεντιάζουν και τότε η ξεβαμμένη πόρτα της κάμαρας
γίνεται σαν μητέρα που σταυρώνει τα χέρια της κι ακούει
Πιο κοντά, πιο κοντά μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους ] 2x
Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγά, μας κυνηγάει ] 2x
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
Γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα
Γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα
Πολύ κρύο, πολύ κρύο, πολύ κρύο εφέτος
Πιο κοντά, πιο κοντά μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους ] 2x
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
Γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα
Γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα
Πολύ κρύο, πολύ κρύο, πολύ κρύο εφέτος
Πιο κοντά, πιο κοντά μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους ] 2x
Μέσα στις τσέπες του παλιού πανωφοριού τους
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν
απ' τη βροχή και την απόσταση
Η ανάσα τους ειν' ο καπνός ενός τραίνου
που πάει μακριά, πολύ μακριά
που πάει μακριά, πολύ μακριά
Κουβεντιάζουν και τότε η ξεβαμμένη πόρτα της κάμαρας
γίνεται σαν μητέρα που σταυρώνει τα χέρια της κι ακούει
Πιο κοντά, πιο κοντά μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους ] 2x
Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγά, μας κυνηγάει ] 2x
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
Γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα
Γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα
Πολύ κρύο, πολύ κρύο, πολύ κρύο εφέτος
Πιο κοντά, πιο κοντά μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους ] 2x
https://www.youtube.com/watch?v=uLgJWpaP9f8[/YOUTUBE]
Κάθε τόσο Μας έρχονται καινούριες καραβιές γερόντοι
απ το Μοριά, απ τη Ρούμελη
Και πιο πάνω απ τα Τρίκαλα και τη Μακεδονία
Λιγνοί γερόντοι χοντροκόκκαλοι μάσπρα μουστάκια και φλοκάτες
Μυρίζουν σβουνιά και χωράφι
Μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου
Στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων
Μιλάνε λίγο δεν μιλάνε καθόλου ωστόσο πότε πότε το βλέπεις
Πούχουν συμπεθεριάσει με τα ελάτια
Μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια απ το χώμα
Και τηράνε πίσω απ τους ώμους μας
Όταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες
Κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι
Όταν ο ουρανός κατεβαίνει απ τα βράχια
Δρασκελώντας τη θύμηση με τις προκαδούρες των άστρων
κι ο θάνατος κόβει βόλτες αμίλητος έξω απ το συρματόπλεγμα,
τότες τους βλέπουμε που συνάζονται τρείς-τρείς, πέντε-πέντε,
σα στα παλιά τα χρόνια στις μπαρουταποθήκες του Μεσολογγιού
Και τότες πια δεν ξέρεις- έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της βραδιάς
αξούριστοι, άλαλοι,
δεν ξέρεις πια, σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους,
αν είναι ν ανάψουν το τσιγάρο τους
ή αν είναι ν ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη.
Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε.
Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί.
Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό
σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι.
Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη,
ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη,
κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους
που δε σηκώνει τ άδικο
Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο
στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα,
σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας,
με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα. Δε μιλάνε.
Κοιτάνε πέρα την αντιφεγγιά της Αθήνας,
κοιτάνε τον ποταμό του Ιορδάνη,
σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους,
σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων,
σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή,
εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ τ αστροπελέκι.
απ το Μοριά, απ τη Ρούμελη
Και πιο πάνω απ τα Τρίκαλα και τη Μακεδονία
Λιγνοί γερόντοι χοντροκόκκαλοι μάσπρα μουστάκια και φλοκάτες
Μυρίζουν σβουνιά και χωράφι
Μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου
Στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων
Μιλάνε λίγο δεν μιλάνε καθόλου ωστόσο πότε πότε το βλέπεις
Πούχουν συμπεθεριάσει με τα ελάτια
Μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια απ το χώμα
Και τηράνε πίσω απ τους ώμους μας
Όταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες
Κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι
Όταν ο ουρανός κατεβαίνει απ τα βράχια
Δρασκελώντας τη θύμηση με τις προκαδούρες των άστρων
κι ο θάνατος κόβει βόλτες αμίλητος έξω απ το συρματόπλεγμα,
τότες τους βλέπουμε που συνάζονται τρείς-τρείς, πέντε-πέντε,
σα στα παλιά τα χρόνια στις μπαρουταποθήκες του Μεσολογγιού
Και τότες πια δεν ξέρεις- έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της βραδιάς
αξούριστοι, άλαλοι,
δεν ξέρεις πια, σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους,
αν είναι ν ανάψουν το τσιγάρο τους
ή αν είναι ν ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη.
Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε.
Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί.
Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό
σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι.
Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη,
ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη,
κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους
που δε σηκώνει τ άδικο
Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο
στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα,
σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας,
με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα. Δε μιλάνε.
Κοιτάνε πέρα την αντιφεγγιά της Αθήνας,
κοιτάνε τον ποταμό του Ιορδάνη,
σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους,
σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων,
σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή,
εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ τ αστροπελέκι.
Στη διαδήλωση κοιτούσες
του σωματείου τα πλακάτ.
Δεν ζύγωνες, δεν προχωρούσες
και πίσω σου ήτανε τα ΜΑΤ.
Ένας ξεχωριστός διαβάτης,
δεν ήσουν, αδελφέ μου εσύ.
Ήσουν υπάλληλος κι εργάτης
σαν όλους μες στην πόλη αυτή.
Στη διαδήλωση σε είδα
μ' απόφαση να προχωράς.
Ανοίξαμε την αλυσίδα
κι έγινες ένας από μας.
Κι όπως ερχόσουν βήμα βήμα
- κι όπως ζυγώναμε κι εμείς -
του φόβου έσπασες το νήμα
και τη μιζέρια μιας ζωής.
του σωματείου τα πλακάτ.
Δεν ζύγωνες, δεν προχωρούσες
και πίσω σου ήτανε τα ΜΑΤ.
Ένας ξεχωριστός διαβάτης,
δεν ήσουν, αδελφέ μου εσύ.
Ήσουν υπάλληλος κι εργάτης
σαν όλους μες στην πόλη αυτή.
Στη διαδήλωση σε είδα
μ' απόφαση να προχωράς.
Ανοίξαμε την αλυσίδα
κι έγινες ένας από μας.
Κι όπως ερχόσουν βήμα βήμα
- κι όπως ζυγώναμε κι εμείς -
του φόβου έσπασες το νήμα
και τη μιζέρια μιας ζωής.
Βάλτε όλοι μια φωνή,
θέλουμε κι εμείς ψωμί.
Έχει και η αγροτιά
και στομάχι και καρδιά.
Νύχτα και πρωί
ένα με τη γη.
Χωρίς ανάσα μια,
φτάνει πια, φτάνει πια.
Απεργία, απεργία, απεργία.
Μάνα κάτσε στη γωνιά,
άλλο γλέντι αρχινά.
Τώρα ήρθε ο καιρός
για να πάμε λίγο μπρος.
Νύχτα και πρωί
ένα με τη γη.
Χωρίς ανάσα μια,
φτάνει πια, φτάνει πια.
Απεργία, απεργία, απεργία.
Δε χωράνε λόγια πια,
παρατήστε τη δουλειά.
Με τρακτέρ απ' το χωριό
για την πόλη μια και δυο.
Νύχτα και πρωί
ένα με τη γη.
Χωρίς ανάσα μια,
φτάνει πια, φτάνει πια.
Απεργία, απεργία, απεργία
θέλουμε κι εμείς ψωμί.
Έχει και η αγροτιά
και στομάχι και καρδιά.
Νύχτα και πρωί
ένα με τη γη.
Χωρίς ανάσα μια,
φτάνει πια, φτάνει πια.
Απεργία, απεργία, απεργία.
Μάνα κάτσε στη γωνιά,
άλλο γλέντι αρχινά.
Τώρα ήρθε ο καιρός
για να πάμε λίγο μπρος.
Νύχτα και πρωί
ένα με τη γη.
Χωρίς ανάσα μια,
φτάνει πια, φτάνει πια.
Απεργία, απεργία, απεργία.
Δε χωράνε λόγια πια,
παρατήστε τη δουλειά.
Με τρακτέρ απ' το χωριό
για την πόλη μια και δυο.
Νύχτα και πρωί
ένα με τη γη.
Χωρίς ανάσα μια,
φτάνει πια, φτάνει πια.
Απεργία, απεργία, απεργία
Εμπρός της γης οι κολασμένοι
Της πείνας σκλάβοι εμπρός εμπρός
Το δίκιο απ τον κρατήρα βγαίνει
Σα βροντή σαν κεραυνός
Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια
Όλοι εμείς οι ταπεινοί της γης
Που ζούσαμε στην καταφρόνια
Θα γίνουμε το παν εμείς.
Στον Αγώνα Ενωμένοι
Κι ας μη λείψει κανείς
Ω! Νάτη, μας προσμένει
Στον κόσμο η Διεθνής.
Θεοί, αρχόντοι, βασιλιάδες
Με πλάνα λόγια μας γελούν
Της γης οι δούλοι κι οι ραγιάδες
Μοναχοί τους, θα σωθούν
Για να σπάσουμε τα δεσμά μας
Για να πάψει πια η σκλαβιά
Να νιώσουν πρέπει τη γροθιά μας
Και της ψυχής μας τη φωτιά
Στον Αγώνα Ενωμένοι
Κι ας μη λείψει κανείς
Ω! Νάτη, μας προσμένει
Στον κόσμο η Διεθνής.
Της πείνας σκλάβοι εμπρός εμπρός
Το δίκιο απ τον κρατήρα βγαίνει
Σα βροντή σαν κεραυνός
Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια
Όλοι εμείς οι ταπεινοί της γης
Που ζούσαμε στην καταφρόνια
Θα γίνουμε το παν εμείς.
Στον Αγώνα Ενωμένοι
Κι ας μη λείψει κανείς
Ω! Νάτη, μας προσμένει
Στον κόσμο η Διεθνής.
Θεοί, αρχόντοι, βασιλιάδες
Με πλάνα λόγια μας γελούν
Της γης οι δούλοι κι οι ραγιάδες
Μοναχοί τους, θα σωθούν
Για να σπάσουμε τα δεσμά μας
Για να πάψει πια η σκλαβιά
Να νιώσουν πρέπει τη γροθιά μας
Και της ψυχής μας τη φωτιά
Στον Αγώνα Ενωμένοι
Κι ας μη λείψει κανείς
Ω! Νάτη, μας προσμένει
Στον κόσμο η Διεθνής.
Επέσατε θύματα, αδέρφια, εσείς
Σε άνιση Πάλη κι Αγώνα
Ζωή, λευτεριά και τιμή του Λαού
Γυρεύοντας, βρήκατε μνήμα
Συχνά σε υγρές, σκοτεινές φυλακές
Πικρές επεράσατε μέρες
Και μ' ένα του δήμιου νεύμα ευθύς
Σας φέραν μπροστά στην κρεμάλα...
Γλεντούν οι τυράννοι και μες το πιοτό
Τη λήθη γυρεύουν να βρούνε
Μα οι μέρες τους όμως μετρήθηκαν πια
Και τέλος φρικτό τους προσμένει
Θεριεύει ο γίγαντας τώρα Λαός
Και σπάει δεσμά κι αλυσίδες
Αιώνια η μνήμη σε σας, αδελφοί
Στον τίμιο που πέσατε Αγώνα...
Σε άνιση Πάλη κι Αγώνα
Ζωή, λευτεριά και τιμή του Λαού
Γυρεύοντας, βρήκατε μνήμα
Συχνά σε υγρές, σκοτεινές φυλακές
Πικρές επεράσατε μέρες
Και μ' ένα του δήμιου νεύμα ευθύς
Σας φέραν μπροστά στην κρεμάλα...
Γλεντούν οι τυράννοι και μες το πιοτό
Τη λήθη γυρεύουν να βρούνε
Μα οι μέρες τους όμως μετρήθηκαν πια
Και τέλος φρικτό τους προσμένει
Θεριεύει ο γίγαντας τώρα Λαός
Και σπάει δεσμά κι αλυσίδες
Αιώνια η μνήμη σε σας, αδελφοί
Στον τίμιο που πέσατε Αγώνα...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.