Oralee
Τιμώμενο Μέλος
Η Κωνσταντίνα αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 45 ετών και μας γράφει απο Γλυφάδα (Αττική). Έχει γράψει 15,765 μηνύματα.
09-10-08
13:55
Το Factoring ("σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων" κατά το α. 1 παρ. 1 του ν. 1905/1990) είναι μια σύμβαση μεταξύ ενός πράκτορα επιχειρηματικών απαιτήσεων, που είναι είτε τράπεζα είτε ειδική ανώνυμη εταιρία (συνήθως θυγατρική τράπεζας), και μιας επιχείρησης - εμπορικής εταιρίας ή και φυσικού προσώπου - που ασχολείται κατ' επάγγελμα με την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών. Περιεχόμενο της σύμβασης είναι ότι η εταιρία Factoring (εφεξής: πράκτορας ή Factor) αναλαμβάνει να παρέχει στην επιχείρηση του πελάτη της (εφεξής: προμηθευτής), για το διάστημα που συμφωνείται και έναντι αμοιβής, υπηρεσίες σχετικές με την προεξόφληση, τη λογιστική και νομική παρακολούθηση καθώς και την είσπραξη των χρηματικών απαιτήσεων κατά των πελατών της (εφεξής: οφειλέτες).
Η σύμβαση Factoring είναι δημιούργημα της πράξης και επιδιώκει σκοπούς χρηματοδοτικούς, ασφαλιστικούς και διαχειριστικούς. Αντίστοιχες είναι οι λειτουργίες που επιτελεί.
α) Χρηματοδοτικός σκοπός: Ο προμηθευτής μεταβιβάζει στον πράκτορα τις εκκρεμείς (ήδη γεννημένες ή μέλλουσες να γεννηθούν) απαιτήσεις του από τη διάθεση αγαθών ή την παροχή υπηρεσίων και ο πράκτορας του καταβάλλει αμέσως το σύνολο ή μέρος των απαιτήσεων, αφού αφαιρεί ένα ποσοστό που αντιστοιχεί στον προεξοφλητικό τόκο. Η ρευστοποίηση αυτή των απαιτήσεων της επιχείρησης κατά των πελατών της εξασφαλίζει σ' αυτή ρευστότητα και ευχέρεια οικονομικής κίνησης.
β) Διαχειριστικός σκοπός: Ο πράκτορας αναλαμβάνει με τη σύμβαση τη λογιστική παρακολούθηση των χρηματικών απαιτήσεων, την όχληση των οφειλετών, την είσπραξη των απαιτήσεων, ενδεχομένως και τη δικαστική επιδίωξη των εισπράξεων, έτσι ώστε ο προμηθευτής να απαλλάσσεται από την απασχόληση και τις δαπάνες που συνδέονται με τις εν λόγω ενέργειες.
γ) Εξασφαλιστικός σκοπός: Στη σύμβαση Factoring συμφωνείται συνήθως ότι ο πράκτορας θα πιστώσει τον λογαριασμό του πελάτη του με το ποσό της απαίτησης, ακόμη και αν δεν μπορέσει να την εισπράξει από τον οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή για την οποία γίνεται λόγος για "γνήσιο" Factoring, ο πράκτορας αναλαμβάνει τον κίνδυνο του μη εισπράξιμου της απαίτησης. Εάν ο πράκτορας δεν μπορέσει να εισπράξει την απαίτηση λόγω αφερεγγυότητας του οφειλέτη, δεν έχει οποιαδήποτε αξίωση κατά του προμηθευτή. Τον κίνδυνο αυτό αναλαμβάνει όμως ο πράκτορας υπό την προϋπόθεση ότι η απαίτηση είναι ελεύθερη από ενστάσεις, όπως πχ λόγω ελαττώματος του πράγματος ή του έργου, πλάνης, εικονικότητας, συμψηφισμού κλπ.
Τα παραπάνω είναι από το βιβλίο "Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας" του Απόστολου Γεωργιάδη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1998.
Η σύμβαση Factoring είναι δημιούργημα της πράξης και επιδιώκει σκοπούς χρηματοδοτικούς, ασφαλιστικούς και διαχειριστικούς. Αντίστοιχες είναι οι λειτουργίες που επιτελεί.
α) Χρηματοδοτικός σκοπός: Ο προμηθευτής μεταβιβάζει στον πράκτορα τις εκκρεμείς (ήδη γεννημένες ή μέλλουσες να γεννηθούν) απαιτήσεις του από τη διάθεση αγαθών ή την παροχή υπηρεσίων και ο πράκτορας του καταβάλλει αμέσως το σύνολο ή μέρος των απαιτήσεων, αφού αφαιρεί ένα ποσοστό που αντιστοιχεί στον προεξοφλητικό τόκο. Η ρευστοποίηση αυτή των απαιτήσεων της επιχείρησης κατά των πελατών της εξασφαλίζει σ' αυτή ρευστότητα και ευχέρεια οικονομικής κίνησης.
β) Διαχειριστικός σκοπός: Ο πράκτορας αναλαμβάνει με τη σύμβαση τη λογιστική παρακολούθηση των χρηματικών απαιτήσεων, την όχληση των οφειλετών, την είσπραξη των απαιτήσεων, ενδεχομένως και τη δικαστική επιδίωξη των εισπράξεων, έτσι ώστε ο προμηθευτής να απαλλάσσεται από την απασχόληση και τις δαπάνες που συνδέονται με τις εν λόγω ενέργειες.
γ) Εξασφαλιστικός σκοπός: Στη σύμβαση Factoring συμφωνείται συνήθως ότι ο πράκτορας θα πιστώσει τον λογαριασμό του πελάτη του με το ποσό της απαίτησης, ακόμη και αν δεν μπορέσει να την εισπράξει από τον οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή για την οποία γίνεται λόγος για "γνήσιο" Factoring, ο πράκτορας αναλαμβάνει τον κίνδυνο του μη εισπράξιμου της απαίτησης. Εάν ο πράκτορας δεν μπορέσει να εισπράξει την απαίτηση λόγω αφερεγγυότητας του οφειλέτη, δεν έχει οποιαδήποτε αξίωση κατά του προμηθευτή. Τον κίνδυνο αυτό αναλαμβάνει όμως ο πράκτορας υπό την προϋπόθεση ότι η απαίτηση είναι ελεύθερη από ενστάσεις, όπως πχ λόγω ελαττώματος του πράγματος ή του έργου, πλάνης, εικονικότητας, συμψηφισμού κλπ.
Τα παραπάνω είναι από το βιβλίο "Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας" του Απόστολου Γεωργιάδη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1998.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Oralee
Τιμώμενο Μέλος
Η Κωνσταντίνα αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 45 ετών και μας γράφει απο Γλυφάδα (Αττική). Έχει γράψει 15,765 μηνύματα.
15-06-08
03:42
1. Με τη χρηματοδοτική μίσθωση (leasing) μια ειδική εταιρία παραχωρεί, για ορισμένο χρόνο έναντι ορισμένου μισθώματος, τη χρήση επαγγελματικού εξοπλισμού (κινητού ή ακίνητου πράγματος), στον αντισυμβαλλόμενό της επιχειρηματία ή επαγγελματία, παρέχοντάς του το δικαίωμα μετά τη λήξη της μίσθωσης: είτε να ανανεώσει τη σύμβαση για ορισμένο χρόνο, είτε να αγοράσει το πράγμα.
Σκοπός της συμβαλλόμενης επιχείρησης ή του επαγγελματία είναι ο εφοδιασμός με τον απαραίτητο εξοπλισμό χωρίς την εκταμίευση άμεσα των μετρητών χρημάτων που απαιτούνται για την αγορά του. Επιπλέον ωφέλεια για τα προαναφερθέντα πρόσωπα προκύπτει από φορολογικές απαλλαγές που έχουν θεσπιστεί.
Μετά την καταχώρηση της σύμβασης στο σχετικό βιβλίο του Πρωτοδικείου Αθηνών και μέχρι τη λήξη της σύμβασης, τρίτα πρόσωπα δεν μπορούν να αποκτήσουν κυριότητα ή οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα πάνω στο πράγμα, επιπλέον στα πράγματα αυτά δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για την καλόπιστη χρήση κινητού (ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος), για το τεκμήριο κυριότητας και για την τακτική χρησικτησία.
Η χρονική διάρκεια της μίσθωσης είναι πάντοτε ορισμένη και δεν μπορεί να συμφωνηθεί μικρότερη από τρία χρόνια για τα κινητά, πέντε για τα αεροσκάφη και δέκα χρόνια για τα ακίνητα.
Ο βασικός νόμος που διέπει την χρηματοδοτική μίσθωση είναι ο 1665/1986, όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις από τους νόμους 2367/1995 και 2682/1999.
2. Με την σύμβαση δικαιόχρησης (franchising) μια εμπορική επιχείρηση (δικαιοπάροχος ή franchisor ή λήπτης) που διαθέτει δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτήσειας και τεχνογνωσία παραχωρεί, με αντάλλαγμα, ένα μέρος από αυτά σε μια άλλη επιχείρηση (δικαιοδόχος ή Franchise ή δότης). Αντικείμενο της σύμβασης μπορεί να είναι το σήμα, ευρεσιτεχνίες, προγράμματα Η/Υ, τεχνογνωσία κ.λ.π. Απαραίτητα στη σύμβαση πρέπει να περιλαμβάνεται η παραχώρηση άδειας χρήσης του διακριτικού τίτλου του δικαιοπαρόχου.
Με αυτόν τον τρόπο ο λήπτης που έχει ξεχωριστή εμπορική επιχείρηση και επωνυμία, επωφελείται των δικαιωμάτων και της καλής φήμης του Δότη. Ο Δότης με τη σύμβαση αυτή επεκτείνει τις εργασίες του χωρίς να διαθέσει δικά του κεφάλαια (όπως θα έκανε με την ίδρυση υποκαταστημάτων ή πρακτορείων) διαμέσου των επιχειρηματικών δυνατοτήτων του λήπτη.
Ο λήπτης καταβάλλεια αντάλλαγμα τόσο κατά την κατάρτιση της σύμβασης (με την οποία εντάσεται στο σύστημα) όσο και στη συνέχεια και για όσο καιρό χρησιμοποιεί τα πλεονεκτήματα που του παρέχονται, επιπλέον είναι υποχρεωμένος να τηρεί τις εντολές και οδηγίες του Δότη και να υφίσταται τους ελεγχούς του. Ο Δότης από τη δική του πλευρά είναι υποχρεωμένος να παρέχει όσα έχει υποσχεθεί στα οποία μπορούν να περιλαμβάνονται και τεχνική υποστήριξη, διαφήμιση, πληροφόρηση κ.λ.π.
Πηγή: Γερ. Αναστασόπουλος, Επιτομή Εμπορικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα.
Σκοπός της συμβαλλόμενης επιχείρησης ή του επαγγελματία είναι ο εφοδιασμός με τον απαραίτητο εξοπλισμό χωρίς την εκταμίευση άμεσα των μετρητών χρημάτων που απαιτούνται για την αγορά του. Επιπλέον ωφέλεια για τα προαναφερθέντα πρόσωπα προκύπτει από φορολογικές απαλλαγές που έχουν θεσπιστεί.
Μετά την καταχώρηση της σύμβασης στο σχετικό βιβλίο του Πρωτοδικείου Αθηνών και μέχρι τη λήξη της σύμβασης, τρίτα πρόσωπα δεν μπορούν να αποκτήσουν κυριότητα ή οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα πάνω στο πράγμα, επιπλέον στα πράγματα αυτά δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για την καλόπιστη χρήση κινητού (ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος), για το τεκμήριο κυριότητας και για την τακτική χρησικτησία.
Η χρονική διάρκεια της μίσθωσης είναι πάντοτε ορισμένη και δεν μπορεί να συμφωνηθεί μικρότερη από τρία χρόνια για τα κινητά, πέντε για τα αεροσκάφη και δέκα χρόνια για τα ακίνητα.
Ο βασικός νόμος που διέπει την χρηματοδοτική μίσθωση είναι ο 1665/1986, όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις από τους νόμους 2367/1995 και 2682/1999.
2. Με την σύμβαση δικαιόχρησης (franchising) μια εμπορική επιχείρηση (δικαιοπάροχος ή franchisor ή λήπτης) που διαθέτει δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτήσειας και τεχνογνωσία παραχωρεί, με αντάλλαγμα, ένα μέρος από αυτά σε μια άλλη επιχείρηση (δικαιοδόχος ή Franchise ή δότης). Αντικείμενο της σύμβασης μπορεί να είναι το σήμα, ευρεσιτεχνίες, προγράμματα Η/Υ, τεχνογνωσία κ.λ.π. Απαραίτητα στη σύμβαση πρέπει να περιλαμβάνεται η παραχώρηση άδειας χρήσης του διακριτικού τίτλου του δικαιοπαρόχου.
Με αυτόν τον τρόπο ο λήπτης που έχει ξεχωριστή εμπορική επιχείρηση και επωνυμία, επωφελείται των δικαιωμάτων και της καλής φήμης του Δότη. Ο Δότης με τη σύμβαση αυτή επεκτείνει τις εργασίες του χωρίς να διαθέσει δικά του κεφάλαια (όπως θα έκανε με την ίδρυση υποκαταστημάτων ή πρακτορείων) διαμέσου των επιχειρηματικών δυνατοτήτων του λήπτη.
Ο λήπτης καταβάλλεια αντάλλαγμα τόσο κατά την κατάρτιση της σύμβασης (με την οποία εντάσεται στο σύστημα) όσο και στη συνέχεια και για όσο καιρό χρησιμοποιεί τα πλεονεκτήματα που του παρέχονται, επιπλέον είναι υποχρεωμένος να τηρεί τις εντολές και οδηγίες του Δότη και να υφίσταται τους ελεγχούς του. Ο Δότης από τη δική του πλευρά είναι υποχρεωμένος να παρέχει όσα έχει υποσχεθεί στα οποία μπορούν να περιλαμβάνονται και τεχνική υποστήριξη, διαφήμιση, πληροφόρηση κ.λ.π.
Πηγή: Γερ. Αναστασόπουλος, Επιτομή Εμπορικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.