Neraida
Επιφανές μέλος
Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
28-08-09
23:09
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
20-05-09
23:47
Νεράιδα του Δάσους
Περπατούσα μόνος ανάμεσα στα σιωπηλά δέντρα,νιώθοντας τις χλιαρές σταγόνες της βροχής να πέφτουν πάνω μου, να μουσκεύουν τα μαλλιά μου και να σχηματίζουν μικρά ρυάκια γλιστρώντας σιγά σιγά πάνω στα μάγουλά μου. Η βροχή μύριζε σα χορτάρι, ή ίσως η οσμή του υγρού φρέσκου χώματος μου θύμιζε τη βροχή. Όπως και να 'χει, δεν υπήρχε άλλος εκτός από μένα για να γευτεί τη μυρωδιά. Όλοι με είχαν εγκαταλείψει, όλοι εκτός από τις σκέψεις μου, που μ' ακολουθούσαν όπως κι εγώ ακολουθούσα το μονοπάτι, με σιγουριά και σεβασμό συγχρόνως. Κατά κάποιο τρόπο μάλιστα οι σκέψεις αυτές είχαν μια παρουσία εντονότερη από κάθε τι χειροπιαστό, και παραμέριζαν τα πάντα στην άκρη της συνείδησής μου. Το αδιάκοπο σφυροκόπημα της βροχής πάνω στα έλατα, τη γη και το δέρμα μου έμοιαζε απόκοσμο, σα να προερχόταν από κάπου πολύ μακριά. Αν ήμουν στεγνός, θα ορκιζόμουν πως ήταν ψεύτικο.
Παραμερίζοντας ανούσιες φαντασίες σαν κι αυτές, προσπάθησα γι άλλη μια φορά να ξεδιαλύνω το απεχθές αυτό κουβάρι σκέψεων που αντίκρυζα όποτε έκλεινα τα μάτια. Δεν ήξερα γιατί βρισκόμουν εκεί, όχι. Ούτε ήξερα γιατί συνέχιζα να περπατάω, ή πού θα με οδηγούσε το μονοπάτι. Με είχε κυριεύσει όμως μια ακαθόριστη αίσθηση προσμονής, και τα μουρμουρητά της ήταν που υπαγόρευαν τα βήματά μου. Ήταν η πλήρης βεβαιότητα πως κάτι σημαντικό θα συμβεί, πλήρης σαν τη μαγεία που ασκούν οι προβολείς του αυτοκινήτου στο ελάφι και σαν την έκσταση της πυγολαμπίδας όταν την αγκαλιάζουν οι φλόγες. Βέβαια κανείς δε μου υποσχόταν πως το επικείμενο γεγονός θα ήταν λιγότερο επικίνδυνο για μένα απ' ότι η φωτιά για την πυγολαμπίδα, αλλά πάλι κανείς δεν υποσχόταν τίποτα και στην πυγολαμπίδα.
Τότε ήταν που άκουσα για πρώτη φορά το τραγούδι της. Στην αρχή δεν το είχα προσέξει, συγχέοντάς το με τον ήχο του ανέμου που χαϊδεύει τα φύλλα. Όσο πλησίαζα όμως -- γιατί τώρα ήμουν σίγουρος ότι κάπου πλησίαζα -- αυτό κέρδιζε συνεχώς σε δύναμη και ομορφιά. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα είχε ξεπεράσει σε ένταση το υψίσυχνο σφύριγμα του αέρα, είχε πνίξει το μελωδικό πλατσούρισμα της βροχής... με είχε κυριεύσει. Όταν αργότερα με ρωτούσαν, το περιέγραφα σα μια μεικτή χορωδία αγγέλων και δαιμονικών να τραγουδά μόνο μιά νότα, μιά νότα που ήταν συγχρόνως θρήνος και έκσταση, που ο νους δε μπορούσε να τη συλλάβει αλλά μόνο να τη ζήσει· γιατί καθώς ένιωθα τα περάσματά της ν' αγγίζουν την ψυχή μου και τις κορώνες τις να διαπερνούν το μυαλό μου, ήξερα πως αυτό το τραγούδι δεν ήταν ανθρώπινο, μα κάτι παραπάνω...
Άξαφνα, φτάνοντας στην κορυφή ενός λασπωμένου υψώματος, είδα και την ίδια. Αν και καθόταν πάνω στον πεσμένο κορμό μιας βελανιδιάς, το παράστημά της παρέπεμπε σε βασίλισσα που κάθεται στο θρόνο της. Τ' ολόλευκο φόρεμα που αγκάλιαζε το κορμί της αρχίζοντας από τους ώμους και φτάνοντας μέχρι τους λεπτοκαμωμένους αστραγάλους της μου θύμισε κύκνο· μόνο που καμιά βασίλισσα δε μπορούσε να έχει τόση χάρη, και κανένας κύκνος δεν ήταν τόσο όμορφος. Τα χρυσοκόκκινα σγουρά μαλλιά της χύνονταν ατίθασα πάνω στους ώμους της, περιβάλλοντας σα φωτοστέφανο αγγέλου ένα πρόσωπο τόσο τέλειο που έμοιαζε βγαλμένο από παραμύθι. Σταμάτησα παραπατώντας κι έμεινα άφωνος να την κοιτάω, μ' ένα παιδικό χαμόγελο ευχαρίστησης ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου.
Το σώμα μου είχε παραλύσει· η καρδιά μου χτυπούσε σα δαιμονισμένη, τόσο δυνατά που νόμιζα πως άκουγα εντονότερα τον ήχο της παρά τον αέρα που ολοένα και δυνάμωνε. Η οπτασία -- τι άλλο μπορεί να ήταν; -- συνέχιζε να τραγουδά με τα μάτια κλειστά, ενώ μέσα μου η ηδονή των αισθήσεων πάλευε με το φόβο του υπερφυσικού. Έκανα την αμυδρή σκέψη πως σίγουρα ονειρεύομαι, είμαι αναίσθητος σ' ένα λασπωμένο μονοπάτι κι όλα αυτά τα φαντάζομαι. Ή ακόμα ότι κάτι μου συνέβη κι αυτός είναι ο παράδεισος· μα ναι, η αψεγάδιαστη ομορφιά της μόνο σ' έναν άγγελο θα μπορούσε ν΄ανήκει. Γονάτισα· η βροχή είχε σταματήσει, μα τώρα το χώμα ποτιζόταν απ' τα σιωπηλά μου δάκρυα.
Νομίζω ότι εκείνη αισθάνθηκε την παρουσία μου τότε, ή ίσως απλά να με είχε ακούσει. Χωρίς καμιά προειδοποίηση είδα, η μάλλον ένιωσα, μια εκτυφλωτική λάμψη να με διαπερνά απ' άκρη σ' άκρη, σβήνοντας τη μορφή της από τα μάτια μου μα όχι κι απ' το μυαλό μου. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι τα βλέφαρά της ν' ανασηκώνονται και τα μάτια της να μου χαρίζουν ένα ανεκτίμητο χαμόγελο...
Φαντάζομαι πως από καθαρή τύχη με βρήκαν στο δάσος το ίδιο βράδυ. Εγώ σίγουρα δε θα είχα καταφέρει να βγω απ' αυτό μόνος μου. Ανακουφίστηκαν όταν με είδαν, βέβαια, μα κανείς τους δεν πίστεψε την ιστορία μου· ούτε τότε, μα ούτε και μέχρι σήμερα. Μόνο μια φορά, μετά από πολλά χρόνια, ο εγγονός μου μου είπε ότι, όπως λέει το παραμύθι, η οπτασία που συνάντησα εκείνη τη μέρα ήταν η νεράιδα του δάσους, που η ομορφιά της τυφλώνει όποιον άτυχο ρίξει το βλέμμα του πάνω της. Χαϊδεύοντας τα σγουρά του μαλλιά, χαμογέλασα και του απάντησα πως έβλεπα μια χαρά. Κι αν τα πάντα γύρω μου φαινόντουσαν μαύρα, αυτό συνέβαινε γιατί δεν ήταν όμορφα. Τα πάντα, εκτός από κείνη...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
02-01-09
16:38
Ο ΜΙΚΡΟΥΛΗΣ ΑΪ-ΒΑΣΙΛΗΣ
Anu Stohner – Henrike Wilson
Μετάφραση: Βούλα Αυγουστίνου
Πολύ πολύ μακριά στο βορρά, εκεί όπου τα πρώτα χιόνια πέφτουν, όταν εμείς εδώ έχουμε ακόμη καλοκαίρι, βρίσκεται καλά κρυμμένο το χωριό των Αϊ-Βασίληδων. Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε εκεί ένας μικρούλης Αϊ-Βασίλης που δεν έβλεπε την ώρα να έρθουν τα Χριστούγεννα.
Ήταν πάντα ο πρώτος που έπαιρνε το χριστουγεννιάτικο δέντρο του από το μεγάλο δάσος. Και ήταν πάντα ο πρώτος που γυάλιζε το έλκηθρό του, λούστραρε τις μπότες του και αέριζε το παλτό του.
Όταν οι άλλοι Αϊ-Βασίληδες δεν είχαν αποφασίσει ακόμη τι δώρα θα πήγαιναν στα παιδιά, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης είχε ήδη ετοιμάσει και τυλίξει τα δώρα.
Περισσότερο του άρεσε να δωρίζει πράγματα που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια. Ήξερε να φτιάχνει όλα τα παιχνίδια: πολύχρωμα αυτοκινητάκια και σκυλάκια με βούλες, ξύλινα αλογάκια, κουκλόσπιτα…
Κι έψηνε υπέροχα γλυκά. Ήξερε να φτιάχνει κουλουράκια με κανέλα σε σχήμα αστεριών, μελόπιτες, χρωματιστά μπαστουνάκια… Και τα μελομακάρονά του ήταν τα καλύτερα του κόσμου. Όταν τελείωνε το τύλιγμα των δώρων και το ψήσιμο των γλυκών, περίμενε με περισσότερη λαχτάρα το ταξίδι στα παιδιά από οποιονδήποτε άλλο Αϊ-Βασίλη. Και κάθε χρόνο τα ίδια…
«Όχι, δεν μπορείς να έρθεις μαζί μας» είπε ο αρχηγός Αϊ-Βασίλης, που αποφάσιζε για τα πάντα στο χωριό των Αϊ-Βασίληδων. «Είσαι πολύ μικρός». «Τα παιδιά θα σκάσουν στα γέλια» φώναξε ένας αγενέστατος νεαρός Αϊ-Βασίλης. «Ιδιαίτερα όταν τον δούνε» είπε, γελώντας ένας άλλος. «Πάνω στο μικροσκοπικό του έλκηθρο» φώναξε ένας τρίτος. Ήταν πολύ άσχημο αυτό που έκαναν, και λίγο έλειψε ο αρχηγός να τους αφήσει κι αυτούς στο σπίτι.
Όμως φέτος είχαν να δώσουν τόσο πολλά δώρα, που δεν μπορούσε να αφήσει πίσω κανέναν από τους νεαρούς Αϊ-Βασίληδες. Γιʼ αυτό τους κοίταξε μονάχα πολύ αυστηρά και είπε: «Να φέρεστε καλύτερα!». Και στο μικρούλη Αϊ-Βασίλη είπε:«Του χρόνου ίσως». Αλλά ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης δεν μπορούσε να το πιστέψει τόσο εύκολα πια.
Όταν έφυγαν οι υπόλοιποι Αϊ-Βασίληδες, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης δεν ήθελε ούτε να βλέπει ούτε να ακούει τίποτα. Έκλεισε τα παντζούρια κι έκατσε ολομόναχος στο δωμάτιό του. Δεν τον πείραζε που ήταν μικρότερος από τους άλλους. Αλλά τον στεναχωρούσε πολύ που δεν μπορούσε να πάει μαζί τους στο ταξίδι τους για τα παιδιά.
Μόνο όταν έπεσε η νύχτα, και τα πάντα είχαν πια ησυχάσει και ερημώσει, βγήκε από το σπίτι. Αφού δεν μπορούσε να ταξιδέψει, ήθελε τουλάχιστο να ξεμουδιάσει λιγάκι. Τα αστέρια έλαμπαν, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης όμως δε σήκωνε το βλέμμα να τα κοιτάξει. Κάπου εκεί ψηλά βρίσκονταν τώρα οι άλλοι με τα έλκηθρά τους που τα έσερναν τάρανδοι… Και τότε ξαφνικά ακούστηκαν φωνές από το μεγάλο δάσος. Στο μεγάλο δάσος ζούσαν τα ζώα. Τι να συζητούσαν άραγε τόσο αργά το βράδυ;
Τι καλά που ήταν τόσο μικρός! Έτσι μπορούσε να πλησιάσει στα κλεφτά χωρίς να τον δουν τα ζώα. Ήταν όλα τους εκεί: ο σκίουρος και ο λαγός,
η αρκούδα, το ζαρκάδι, τα ποντίκια… κι ήταν όλα τους πολύ κακόκεφα. «Είναι τρομερό» μούγκρισε η αρκούδα. «Οι Αϊ-Βασίληδες επισκέπτονται τους ανθρώπους, αλλά όχι τα ζώα». «Αν και δε θα χρειαζόταν να πάνε και πολύ μακριά» παραπονέθηκε ο λαγός. «Έτσι γινόταν πάντα» είπε η γριά κουκουβάγια. «Φοβάμαι ότι αυτό δε θα αλλάξει ποτέ».
Κι όμως άλλαξε! Γιατί, αμέσως μόλις το άκουσε ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης, έφυγε από εκεί πολύ πολύ αθόρυβα, πατώντας στα νύχια των ποδιών του, κι έτρεξε στο σπίτι. Έριξε μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη, στοίβαξε τα δώρα στο έλκηθρο, και αμέσως ξαναπήρε το δρόμο της επιστροφής. Μόνο που δεν του είχαν μείνει καθόλου τάρανδοι, αφού όλοι είχαν φύγει. Αλλά και μόνος του μπορούσε να σύρει το έλκηθρο μέχρι το μεγάλο δάσος.
Εκείνο το βράδυ τα ζώα έστησαν τέτοια γιορτή, που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί το μεγάλο δάσος. Ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης έδωσε σε όλα τα ζώα από ένα δώρο, περισσότερο από όλα, όμως, χάρηκε η κατσούφα αρκούδα – ποτέ στη ζωή της δεν είχε πάρει δώρο. Και πιο περήφανη από όλα ήταν
η κουκουβάγια – πήρε ένα ολοκαίνουριο πουλόβερ και ήταν σίγουρα το πιο κομψό πουλί του δάσους.
Αμέσως μόλις επέστρεψαν οι υπόλοιποι Αϊ-Βασίληδες, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης παρουσιάστηκε μπροστά στον αρχηγό και του διηγήθηκε τι είχε γίνει στο μεγάλο δάσος. Ο αρχηγός έμεινε έκπληκτος και τον ανακήρυξε
Αϊ-Βασίλη των ζώων. «Μπράβο!» φώναξαν οι άλλοι Αϊ-Βασίληδες και τον ζητωκραύγασαν. Τρεις φορές μάλιστα! Από τότε ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης είναι το ίδιο σημαντικός με τους μεγάλους…
Anu Stohner – Henrike Wilson
Μετάφραση: Βούλα Αυγουστίνου
Πολύ πολύ μακριά στο βορρά, εκεί όπου τα πρώτα χιόνια πέφτουν, όταν εμείς εδώ έχουμε ακόμη καλοκαίρι, βρίσκεται καλά κρυμμένο το χωριό των Αϊ-Βασίληδων. Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε εκεί ένας μικρούλης Αϊ-Βασίλης που δεν έβλεπε την ώρα να έρθουν τα Χριστούγεννα.
Ήταν πάντα ο πρώτος που έπαιρνε το χριστουγεννιάτικο δέντρο του από το μεγάλο δάσος. Και ήταν πάντα ο πρώτος που γυάλιζε το έλκηθρό του, λούστραρε τις μπότες του και αέριζε το παλτό του.
Όταν οι άλλοι Αϊ-Βασίληδες δεν είχαν αποφασίσει ακόμη τι δώρα θα πήγαιναν στα παιδιά, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης είχε ήδη ετοιμάσει και τυλίξει τα δώρα.
Περισσότερο του άρεσε να δωρίζει πράγματα που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια. Ήξερε να φτιάχνει όλα τα παιχνίδια: πολύχρωμα αυτοκινητάκια και σκυλάκια με βούλες, ξύλινα αλογάκια, κουκλόσπιτα…
Κι έψηνε υπέροχα γλυκά. Ήξερε να φτιάχνει κουλουράκια με κανέλα σε σχήμα αστεριών, μελόπιτες, χρωματιστά μπαστουνάκια… Και τα μελομακάρονά του ήταν τα καλύτερα του κόσμου. Όταν τελείωνε το τύλιγμα των δώρων και το ψήσιμο των γλυκών, περίμενε με περισσότερη λαχτάρα το ταξίδι στα παιδιά από οποιονδήποτε άλλο Αϊ-Βασίλη. Και κάθε χρόνο τα ίδια…
«Όχι, δεν μπορείς να έρθεις μαζί μας» είπε ο αρχηγός Αϊ-Βασίλης, που αποφάσιζε για τα πάντα στο χωριό των Αϊ-Βασίληδων. «Είσαι πολύ μικρός». «Τα παιδιά θα σκάσουν στα γέλια» φώναξε ένας αγενέστατος νεαρός Αϊ-Βασίλης. «Ιδιαίτερα όταν τον δούνε» είπε, γελώντας ένας άλλος. «Πάνω στο μικροσκοπικό του έλκηθρο» φώναξε ένας τρίτος. Ήταν πολύ άσχημο αυτό που έκαναν, και λίγο έλειψε ο αρχηγός να τους αφήσει κι αυτούς στο σπίτι.
Όμως φέτος είχαν να δώσουν τόσο πολλά δώρα, που δεν μπορούσε να αφήσει πίσω κανέναν από τους νεαρούς Αϊ-Βασίληδες. Γιʼ αυτό τους κοίταξε μονάχα πολύ αυστηρά και είπε: «Να φέρεστε καλύτερα!». Και στο μικρούλη Αϊ-Βασίλη είπε:«Του χρόνου ίσως». Αλλά ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης δεν μπορούσε να το πιστέψει τόσο εύκολα πια.
Όταν έφυγαν οι υπόλοιποι Αϊ-Βασίληδες, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης δεν ήθελε ούτε να βλέπει ούτε να ακούει τίποτα. Έκλεισε τα παντζούρια κι έκατσε ολομόναχος στο δωμάτιό του. Δεν τον πείραζε που ήταν μικρότερος από τους άλλους. Αλλά τον στεναχωρούσε πολύ που δεν μπορούσε να πάει μαζί τους στο ταξίδι τους για τα παιδιά.
Μόνο όταν έπεσε η νύχτα, και τα πάντα είχαν πια ησυχάσει και ερημώσει, βγήκε από το σπίτι. Αφού δεν μπορούσε να ταξιδέψει, ήθελε τουλάχιστο να ξεμουδιάσει λιγάκι. Τα αστέρια έλαμπαν, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης όμως δε σήκωνε το βλέμμα να τα κοιτάξει. Κάπου εκεί ψηλά βρίσκονταν τώρα οι άλλοι με τα έλκηθρά τους που τα έσερναν τάρανδοι… Και τότε ξαφνικά ακούστηκαν φωνές από το μεγάλο δάσος. Στο μεγάλο δάσος ζούσαν τα ζώα. Τι να συζητούσαν άραγε τόσο αργά το βράδυ;
Τι καλά που ήταν τόσο μικρός! Έτσι μπορούσε να πλησιάσει στα κλεφτά χωρίς να τον δουν τα ζώα. Ήταν όλα τους εκεί: ο σκίουρος και ο λαγός,
η αρκούδα, το ζαρκάδι, τα ποντίκια… κι ήταν όλα τους πολύ κακόκεφα. «Είναι τρομερό» μούγκρισε η αρκούδα. «Οι Αϊ-Βασίληδες επισκέπτονται τους ανθρώπους, αλλά όχι τα ζώα». «Αν και δε θα χρειαζόταν να πάνε και πολύ μακριά» παραπονέθηκε ο λαγός. «Έτσι γινόταν πάντα» είπε η γριά κουκουβάγια. «Φοβάμαι ότι αυτό δε θα αλλάξει ποτέ».
Κι όμως άλλαξε! Γιατί, αμέσως μόλις το άκουσε ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης, έφυγε από εκεί πολύ πολύ αθόρυβα, πατώντας στα νύχια των ποδιών του, κι έτρεξε στο σπίτι. Έριξε μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη, στοίβαξε τα δώρα στο έλκηθρο, και αμέσως ξαναπήρε το δρόμο της επιστροφής. Μόνο που δεν του είχαν μείνει καθόλου τάρανδοι, αφού όλοι είχαν φύγει. Αλλά και μόνος του μπορούσε να σύρει το έλκηθρο μέχρι το μεγάλο δάσος.
Εκείνο το βράδυ τα ζώα έστησαν τέτοια γιορτή, που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί το μεγάλο δάσος. Ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης έδωσε σε όλα τα ζώα από ένα δώρο, περισσότερο από όλα, όμως, χάρηκε η κατσούφα αρκούδα – ποτέ στη ζωή της δεν είχε πάρει δώρο. Και πιο περήφανη από όλα ήταν
η κουκουβάγια – πήρε ένα ολοκαίνουριο πουλόβερ και ήταν σίγουρα το πιο κομψό πουλί του δάσους.
Αμέσως μόλις επέστρεψαν οι υπόλοιποι Αϊ-Βασίληδες, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης παρουσιάστηκε μπροστά στον αρχηγό και του διηγήθηκε τι είχε γίνει στο μεγάλο δάσος. Ο αρχηγός έμεινε έκπληκτος και τον ανακήρυξε
Αϊ-Βασίλη των ζώων. «Μπράβο!» φώναξαν οι άλλοι Αϊ-Βασίληδες και τον ζητωκραύγασαν. Τρεις φορές μάλιστα! Από τότε ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης είναι το ίδιο σημαντικός με τους μεγάλους…
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Neraida
Επιφανές μέλος
Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
04-12-08
14:34
Ενα ομορφο παραμυθι που διαβασα πριν λιγο....
Μετρώντας τ' άστρα
Ήταν κάποτε ένας νέος που κάθε βράδυ που ξάπλωνε, μετρούσε τ' αστέρια και αποκοιμιόταν μετρώντας. Κάθε βράδυ λοιπόν στον ύπνο του έβλεπε μια πολύ όμορφη κοπέλα. Και κάθε πρωί ο νέος την έψαχνε. Έψαχνε να τη βρει ...
Μέχρι που μια μέρα αποφάσισε ότι δεν του έφτανε η μέρα για να ψάχνει, αλλά χρειαζόταν και τη νύχτα. Άρχισε λοιπόν να ψάχνει όλη μέρα, όλη νύχτα, όλες τις μέρες. Οι μέρες έγιναν μήνες και οι μήνες χρόνια. Ο νέος όμως, αφού δεν ξάπλωνε μετρώντας τ' άστρα δεν τη θυμόταν και δεν ήξερε που να ρωτήσει. Ρωτούσε απλώς για την πιο όμορφη γυναίκα σε κάθε μέρος που πήγαινε και ο κόσμος του έδειχνε την όμορφη της περιοχής Καμιά όμως δεν του θύμιζε τη δικιά του.
Συνέχιζε ωστόσο να περπατάει και να ψάχνει ...Πέρασε χώρες και χωριά και πολιτείες και δάση, μέχρι που έφτασε σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι έφτιαχναν τα σπίτια τους με γυάλινη στέγη κι έτσι ο νέος κοιμήθηκε μετρώντας τ' άστρα και την είδε ξανά στον ύπνο του. .Συνάμα συνειδητοποίησε πως τόσο καιρό Την έψαχνε χωρίς αποτέλεσμα. Πείστηκε πως ήταν καιρός να σταματήσει. Έτσι αποφάσισε να μη ξαναμετρήσει τ' άστρα.
Το άλλο πρωί ψάχνοντας για φαΐ και όχι για την Πεντάμορφη των ονείρων του ο νέος γνώρισε μια υπηρέτρια, όμορφη και πολύ ευγενική μαζί του. Σκέφτηκε ότι Της έμοιαζε. .Κι έτσι παντρεύτηκαν ...
Πέρασε ο καιρός και τα χρόνια. Ο νέος είχε κάνει οικογένεια κοντά στην αγαπημένη του και είχε ξεχάσει την όμορφη άγνωστη. Κάτι όμως είχε αρχίσει να τον βασανίζει τον τελευταίο καιρό. Σκέφτηκε να ξαναμετρήσει τ' άστρα και το έκανε. Όμως, επειδή ήταν με άλλη γυναίκα, δεν Την είδε. .Εγκατέλειψε λοιπόν την ίδια νύχτα γυναίκα και παιδιά και συνέχισε το ταξίδι που είχε αφήσει για χρόνια, αρχίζοντας το ψάξιμο για μια ακόμη φορά..
Εκείνη. .Τη Νεράιδά του..
Που ήταν όμορφη σαν γοργόνα και γλυκιά σαν άγγελος..
Έφτασε λοιπόν σε μιαν άλλη χώρα, όπου και γινόταν ένας διαγωνισμός .Επειδή η πριγκίπισσα ήταν εγωίστρια και κακιά, ο πολυχρονεμένος βασιλιάς πατέρας της, έψαχνε κάποιον που θα την έκανε καλή και πονόψυχη. Πολλά βασιλόπουλα είχαν πάει και πολλοί ευγενείς και άρχοντες είχαν προσπαθήσει να την αλλάξουν, χωρίς επιτυχία.
Ο νέος, όταν ήταν η σειρά του να προσπαθήσει, μην έχοντας τι να κάνει, της είπε την ιστορία του. Απ' το ότι κάθε βράδυ αποκοιμιόταν βλέποντας τ' αστέρια και μαζί τους μια κοπέλα και κάθε πρωί την έψαχνε, αλλά ποτέ δεν τη βρήκε, μέχρι που έφτασε στη χώρα της πριγκίπισσας. .Αυτή συγκινήθηκε και μαλάκωσε η ψυχή της. Είπε στο νέο λοιπόν να κοιμάται μαζί της για να μετρούν μαζί τ' άστρα. Ο νέος, σταμάτησε για άλλη μια φορά να βλέπει την αγγελική μορφή Της. Ξυπνώντας, είδε την πριγκιποπούλα να κοιμάται. Κι ήταν όμορφη, πανέμορφη. Για μια στιγμή του πέρασε απ' το μυαλό ότι ήταν Αυτή..
Την παντρεύτηκε λοιπόν. Οι γάμοι τους κράτησαν μέρες πολλές, βδομάδες. Ο νέος έγινε βασιλιάς της χώρας και η πριγκίπισσα στέφθηκε βασίλισσα. Πέρασαν έτσι πολλά χρόνια. Μέχρι που ο νέος, έφυγε για μια εκστρατεία της χώρας του. Κοιμισμένος ένα βράδυ, στο μέρος που είχαν κατασκηνώσει, κάτω απ τον έναστρο ουρανό, Την είδε. Και την είδε να τον φωνάζει, να τον ζητά απεγνωσμένα. Δεν άντεξε άλλο. Τράβηξε το σπαθί του και αυτοκτόνησε.
Κανείς δεν κατάλαβε πως πέθανε ο βασιλιάς εκείνο το βράδυ. Η τελετή της κηδείας έγινε γρήγορα και μετά από λίγο το θέμα έληξε. Η βασίλισσα παντρεύτηκε άλλον και ο παλιός βασιλιάς ξεχάστηκε.
Κι όμως στο κοιμητήριο, μια κοπέλα τριγύριζε για μέρες τον τάφο. .Και καθόταν εκεί το βράδυ. Ήταν όμορφη σαν γοργόνα και γλυκιά σαν άγγελος. Μέχρι που ένα πρωί τη βρήκαν νεκρή δίπλα στον τάφο του, μ' ένα μαχαίρι μπηγμένο στο στέρνο. Ήταν Εκείνη.. Είχε πάει να τον συναντήσει σε μια άλλη ζωή..
Οι θεοί όμως τους λυπήθηκαν και τους έκαναν δυο αστέρια. Δυο αστέρια που είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο, αλλά το ένα δε φτάνει ποτέ το άλλο.. Προσπαθούν και τα δύο, αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνουν. Έτσι έμειναν αθάνατοι ,για να θυμάται ο κόσμος την ιστορία τους. Τα βράδια κοιτιούνται και δε χορταίνει ο ένας τον άλλο..
Έτσι ο επόμενος που θα μετρά τ' αστέρια κάθε βράδυ θα τους βλέπει και θα μετρά δυο αστέρια παραπάνω..
Μετρώντας τ' άστρα
Ήταν κάποτε ένας νέος που κάθε βράδυ που ξάπλωνε, μετρούσε τ' αστέρια και αποκοιμιόταν μετρώντας. Κάθε βράδυ λοιπόν στον ύπνο του έβλεπε μια πολύ όμορφη κοπέλα. Και κάθε πρωί ο νέος την έψαχνε. Έψαχνε να τη βρει ...
Μέχρι που μια μέρα αποφάσισε ότι δεν του έφτανε η μέρα για να ψάχνει, αλλά χρειαζόταν και τη νύχτα. Άρχισε λοιπόν να ψάχνει όλη μέρα, όλη νύχτα, όλες τις μέρες. Οι μέρες έγιναν μήνες και οι μήνες χρόνια. Ο νέος όμως, αφού δεν ξάπλωνε μετρώντας τ' άστρα δεν τη θυμόταν και δεν ήξερε που να ρωτήσει. Ρωτούσε απλώς για την πιο όμορφη γυναίκα σε κάθε μέρος που πήγαινε και ο κόσμος του έδειχνε την όμορφη της περιοχής Καμιά όμως δεν του θύμιζε τη δικιά του.
Συνέχιζε ωστόσο να περπατάει και να ψάχνει ...Πέρασε χώρες και χωριά και πολιτείες και δάση, μέχρι που έφτασε σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι έφτιαχναν τα σπίτια τους με γυάλινη στέγη κι έτσι ο νέος κοιμήθηκε μετρώντας τ' άστρα και την είδε ξανά στον ύπνο του. .Συνάμα συνειδητοποίησε πως τόσο καιρό Την έψαχνε χωρίς αποτέλεσμα. Πείστηκε πως ήταν καιρός να σταματήσει. Έτσι αποφάσισε να μη ξαναμετρήσει τ' άστρα.
Το άλλο πρωί ψάχνοντας για φαΐ και όχι για την Πεντάμορφη των ονείρων του ο νέος γνώρισε μια υπηρέτρια, όμορφη και πολύ ευγενική μαζί του. Σκέφτηκε ότι Της έμοιαζε. .Κι έτσι παντρεύτηκαν ...
Πέρασε ο καιρός και τα χρόνια. Ο νέος είχε κάνει οικογένεια κοντά στην αγαπημένη του και είχε ξεχάσει την όμορφη άγνωστη. Κάτι όμως είχε αρχίσει να τον βασανίζει τον τελευταίο καιρό. Σκέφτηκε να ξαναμετρήσει τ' άστρα και το έκανε. Όμως, επειδή ήταν με άλλη γυναίκα, δεν Την είδε. .Εγκατέλειψε λοιπόν την ίδια νύχτα γυναίκα και παιδιά και συνέχισε το ταξίδι που είχε αφήσει για χρόνια, αρχίζοντας το ψάξιμο για μια ακόμη φορά..
Εκείνη. .Τη Νεράιδά του..
Που ήταν όμορφη σαν γοργόνα και γλυκιά σαν άγγελος..
Έφτασε λοιπόν σε μιαν άλλη χώρα, όπου και γινόταν ένας διαγωνισμός .Επειδή η πριγκίπισσα ήταν εγωίστρια και κακιά, ο πολυχρονεμένος βασιλιάς πατέρας της, έψαχνε κάποιον που θα την έκανε καλή και πονόψυχη. Πολλά βασιλόπουλα είχαν πάει και πολλοί ευγενείς και άρχοντες είχαν προσπαθήσει να την αλλάξουν, χωρίς επιτυχία.
Ο νέος, όταν ήταν η σειρά του να προσπαθήσει, μην έχοντας τι να κάνει, της είπε την ιστορία του. Απ' το ότι κάθε βράδυ αποκοιμιόταν βλέποντας τ' αστέρια και μαζί τους μια κοπέλα και κάθε πρωί την έψαχνε, αλλά ποτέ δεν τη βρήκε, μέχρι που έφτασε στη χώρα της πριγκίπισσας. .Αυτή συγκινήθηκε και μαλάκωσε η ψυχή της. Είπε στο νέο λοιπόν να κοιμάται μαζί της για να μετρούν μαζί τ' άστρα. Ο νέος, σταμάτησε για άλλη μια φορά να βλέπει την αγγελική μορφή Της. Ξυπνώντας, είδε την πριγκιποπούλα να κοιμάται. Κι ήταν όμορφη, πανέμορφη. Για μια στιγμή του πέρασε απ' το μυαλό ότι ήταν Αυτή..
Την παντρεύτηκε λοιπόν. Οι γάμοι τους κράτησαν μέρες πολλές, βδομάδες. Ο νέος έγινε βασιλιάς της χώρας και η πριγκίπισσα στέφθηκε βασίλισσα. Πέρασαν έτσι πολλά χρόνια. Μέχρι που ο νέος, έφυγε για μια εκστρατεία της χώρας του. Κοιμισμένος ένα βράδυ, στο μέρος που είχαν κατασκηνώσει, κάτω απ τον έναστρο ουρανό, Την είδε. Και την είδε να τον φωνάζει, να τον ζητά απεγνωσμένα. Δεν άντεξε άλλο. Τράβηξε το σπαθί του και αυτοκτόνησε.
Κανείς δεν κατάλαβε πως πέθανε ο βασιλιάς εκείνο το βράδυ. Η τελετή της κηδείας έγινε γρήγορα και μετά από λίγο το θέμα έληξε. Η βασίλισσα παντρεύτηκε άλλον και ο παλιός βασιλιάς ξεχάστηκε.
Κι όμως στο κοιμητήριο, μια κοπέλα τριγύριζε για μέρες τον τάφο. .Και καθόταν εκεί το βράδυ. Ήταν όμορφη σαν γοργόνα και γλυκιά σαν άγγελος. Μέχρι που ένα πρωί τη βρήκαν νεκρή δίπλα στον τάφο του, μ' ένα μαχαίρι μπηγμένο στο στέρνο. Ήταν Εκείνη.. Είχε πάει να τον συναντήσει σε μια άλλη ζωή..
Οι θεοί όμως τους λυπήθηκαν και τους έκαναν δυο αστέρια. Δυο αστέρια που είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο, αλλά το ένα δε φτάνει ποτέ το άλλο.. Προσπαθούν και τα δύο, αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνουν. Έτσι έμειναν αθάνατοι ,για να θυμάται ο κόσμος την ιστορία τους. Τα βράδια κοιτιούνται και δε χορταίνει ο ένας τον άλλο..
Έτσι ο επόμενος που θα μετρά τ' αστέρια κάθε βράδυ θα τους βλέπει και θα μετρά δυο αστέρια παραπάνω..
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.