DoLoReS
Νεοφερμένος
Η DoLoReS αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 46 ετών. Έχει γράψει 45 μηνύματα.
14-01-07
11:14
ODA A LA CASCADA
Ξαφνικά, μια μέρα
σηκώθηκα νωρίς
και σου έδωσα έναν καταρράκτη.
Από ό,τι
υπάρχει
πάνω στη γη,
πέτρες,
κτίρια,
γαρύφαλα,
από ό,τι
πετάει στον αέρα,
σύννεφα,
πουλιά,
από ό,τι
υπάρχει κάτω από τη γη,
ορυκτά,
νεκροί
τίποτα δεν είναι
τόσο φευγαλέο
τίποτα που να τραγουδάει
σαν ένα καταρράκτης.
Και εκεί
βρυχάται
σαν μια λευκή λέαινα,
λάμπει
σαν το λουλούδι που φωσφορίζει
ονειρεύεται
με κάθε όνειρό σου,
τραγουδάει
στο τραγούδι μου
δίνοντάς μου
πρόσκαιρα ασημικά.
Αλλά
δουλεύει
και κινάειτη ρόδα
ενός μύλου
και όχι μόνο
είναι πληγωμένο χρυσάνθεμο,
αλλά δημιουργός
του αλευριού,
μάνα του ψωμιού που τρως
κάθε μέρα.
Ποτέ
δε θα σε βαρύνει ό,τι σου έδωσα
γιατί πάντα
υπήρξε δικό σου
ό,τι σου έδωσα, το λουλούδι ή το ξύλο,
η λέξη ή ο τοίχος
που στηρίζουν τον περιπλανώμενο έρωτα που αναπαύεται
πυρωμένος στα χέρια μας,
σου έδωσα,
σου δίνω,
σου εμπιστεύομαι,
θα είναι αυτή
η μυστική
φωνή
του νερού
εκείνη τη μέρα
θα πει στη γλώσσα σου όσα
εσύ και εγώ αποσιωπήσαμε,
θα διηγηθεί τα φιλιά μας
στη γη
στο αλεύρι,
θα συνεχίσει
να αλέθει
σιτάρι,
νύχτα,
σιωπή,
λέξεις,
διηγήσεις,
τραγούδι.
Ξαφνικά, μια μέρα
σηκώθηκα νωρίς
και σου έδωσα έναν καταρράκτη.
Από ό,τι
υπάρχει
πάνω στη γη,
πέτρες,
κτίρια,
γαρύφαλα,
από ό,τι
πετάει στον αέρα,
σύννεφα,
πουλιά,
από ό,τι
υπάρχει κάτω από τη γη,
ορυκτά,
νεκροί
τίποτα δεν είναι
τόσο φευγαλέο
τίποτα που να τραγουδάει
σαν ένα καταρράκτης.
Και εκεί
βρυχάται
σαν μια λευκή λέαινα,
λάμπει
σαν το λουλούδι που φωσφορίζει
ονειρεύεται
με κάθε όνειρό σου,
τραγουδάει
στο τραγούδι μου
δίνοντάς μου
πρόσκαιρα ασημικά.
Αλλά
δουλεύει
και κινάειτη ρόδα
ενός μύλου
και όχι μόνο
είναι πληγωμένο χρυσάνθεμο,
αλλά δημιουργός
του αλευριού,
μάνα του ψωμιού που τρως
κάθε μέρα.
Ποτέ
δε θα σε βαρύνει ό,τι σου έδωσα
γιατί πάντα
υπήρξε δικό σου
ό,τι σου έδωσα, το λουλούδι ή το ξύλο,
η λέξη ή ο τοίχος
που στηρίζουν τον περιπλανώμενο έρωτα που αναπαύεται
πυρωμένος στα χέρια μας,
σου έδωσα,
σου δίνω,
σου εμπιστεύομαι,
θα είναι αυτή
η μυστική
φωνή
του νερού
εκείνη τη μέρα
θα πει στη γλώσσα σου όσα
εσύ και εγώ αποσιωπήσαμε,
θα διηγηθεί τα φιλιά μας
στη γη
στο αλεύρι,
θα συνεχίσει
να αλέθει
σιτάρι,
νύχτα,
σιωπή,
λέξεις,
διηγήσεις,
τραγούδι.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
DoLoReS
Νεοφερμένος
Η DoLoReS αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 46 ετών. Έχει γράψει 45 μηνύματα.
13-01-07
13:29
Εδώ σ' αγαπώ
Εδώ σ'αγαπώ.
Ο άνεμος ξεμπλέκεται στα σκοτεινά τα δέντρα.
Και φωσφορίζει η σελήνη στα ρέμπελα νερά.
Περνούν οι μέρες όμοιες η μια απ' την άλλη.
Διαλύεται η καταχνιά σε χορευτές φιγούρες.
Ένα γλαράκι ασημί ξεκρέμεται απ'την δύση.
Αριά και που κάποιο πανί. Ψηλά,ψηλά τ'αστέρια.
Ή καραβιού μαύρος σταυρός.
Μόνος.
Καμιά φορά με βρίσκει η αυγή
κι είναι υγρή ως και η ψυχή μου.
Ηχεί,αντηχεί η θάλασσα η αλαργινή.
Αυτό είναι λιμάνι.
Εδώ σ'αγαπώ.
Εδώ σε αγαπάω και μάταια σε κρύβει ο ορίζοντας.
Και σ'αγαπώ και ως μες τα πράγματα αυτά τα κρύα.
Συχνά πηγαίνουν τα φιλιά μου σε αυτά τα πλοία τα βαριά.
Πλοία που τρέχουν στο νερό για εκεί που δεν θα φτάσουν.
Και νιώθω να έχω ξεχαστεί σε τούτες τις παλιάγκυρες.
Κι οι μώλοι είναι πιο θλιβεροί όταν ποδίζει η νύχτα.
Και φθείρεται ανώφελα πεινώντας η ζωή μου.
Ό,τι δεν έχω αγαπώ.... Κι είσαι τόσο μακρυά.
Στα αργόσυρτα η ανοία μου χτυπιέται δειλινά.
Μα η νύχτα φτάνει και κι αρχίζει να μου τραγουδάει.
Με βλέπουν με τα μάτια σου τα πιο μεγάλα αστέρια.
Κι έτσι που σ'αγαπώ εγώ,στον άνεμο τα πεύκα
θέλουν με τις βελόνες τους να ψάλουν τ'όνομά σου.
Εδώ σ'αγαπώ.
Ο άνεμος ξεμπλέκεται στα σκοτεινά τα δέντρα.
Και φωσφορίζει η σελήνη στα ρέμπελα νερά.
Περνούν οι μέρες όμοιες η μια απ' την άλλη.
Διαλύεται η καταχνιά σε χορευτές φιγούρες.
Ένα γλαράκι ασημί ξεκρέμεται απ'την δύση.
Αριά και που κάποιο πανί. Ψηλά,ψηλά τ'αστέρια.
Ή καραβιού μαύρος σταυρός.
Μόνος.
Καμιά φορά με βρίσκει η αυγή
κι είναι υγρή ως και η ψυχή μου.
Ηχεί,αντηχεί η θάλασσα η αλαργινή.
Αυτό είναι λιμάνι.
Εδώ σ'αγαπώ.
Εδώ σε αγαπάω και μάταια σε κρύβει ο ορίζοντας.
Και σ'αγαπώ και ως μες τα πράγματα αυτά τα κρύα.
Συχνά πηγαίνουν τα φιλιά μου σε αυτά τα πλοία τα βαριά.
Πλοία που τρέχουν στο νερό για εκεί που δεν θα φτάσουν.
Και νιώθω να έχω ξεχαστεί σε τούτες τις παλιάγκυρες.
Κι οι μώλοι είναι πιο θλιβεροί όταν ποδίζει η νύχτα.
Και φθείρεται ανώφελα πεινώντας η ζωή μου.
Ό,τι δεν έχω αγαπώ.... Κι είσαι τόσο μακρυά.
Στα αργόσυρτα η ανοία μου χτυπιέται δειλινά.
Μα η νύχτα φτάνει και κι αρχίζει να μου τραγουδάει.
Με βλέπουν με τα μάτια σου τα πιο μεγάλα αστέρια.
Κι έτσι που σ'αγαπώ εγώ,στον άνεμο τα πεύκα
θέλουν με τις βελόνες τους να ψάλουν τ'όνομά σου.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
DoLoReS
Νεοφερμένος
Η DoLoReS αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 46 ετών. Έχει γράψει 45 μηνύματα.
13-01-07
13:27
Μ'αρέσεις άμα σωπαίνεις
Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφαγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μέσ' απ' τα πράγματα,
ποτισμένη απ' τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενητειά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ' την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ' αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες τη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέρριτη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τοσηδά και απ' τα αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.
Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο - μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
(μετάφραση: Γ. Κεντρωτής)
Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφαγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μέσ' απ' τα πράγματα,
ποτισμένη απ' τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενητειά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ' την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ' αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες τη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέρριτη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τοσηδά και απ' τα αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.
Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο - μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
(μετάφραση: Γ. Κεντρωτής)
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
DoLoReS
Νεοφερμένος
Η DoLoReS αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 46 ετών. Έχει γράψει 45 μηνύματα.
13-01-07
13:25
Walking around
Συμβαίνει πως κουράζομαι να ‘μαι άνθρωπος.
Συμβαίνει πως μπαίνω σε ραφτάδικα και σινεμάδες
μαραμένος, αδιαπέραστος, σαν ένας κύκνος από τσόχα
πλέοντας σ’ ένα νερό από καταγωγή και στάχτη.
Η οσμή από τα κομμωτήρια με κάνει να κλαίω με κραυγές.
Μονάχα θέλω μια ξεκούραση από πέτρες ή από μαλλί,
μονάχα θέλω να μη βλέπω καταστήματα και κήπους,
ούτε εμπορικά, διόπτρες, κι ασανσέρ.
Συμβαίνει πως κουράζομαι απ’ τα πόδια και τα νύχια μου
κι απ’ τα μαλλιά και τη σκιά μου.
Συμβαίνει πως κουράζομαι να ‘μαι άνθρωπος.
Όμως θα ήταν νόστιμο
να τρομάξω ένα συμβολαιογράφο μ’ έναν κομμένο κρίνο
ή θάνατο να δώσω σ’ ένα μοναχό μ’ ένα χτύπημα του αυτιού.
Θα ‘ταν ωραίο
να πηγαίνω στους δρόμους μ’ ένα μαχαίρι πράσινο
και βγάζοντας κραυγές ως να πεθάνω από το κρύο.
Δεν θέλω άλλο να ‘μαι ρίζα μες στις καταχνιές,
αβέβαιος, απλωμένος, τρέμοντας από όνειρο,
προς τα κάτω, στα μουσκεμένα έντερα της γης,
απορροφημένος, σκεπτικός, τρώγοντας κάθε μέρα.
Δεν θέλω για μένα τόσες δυστυχίες.
Δεν θέλω να συνεχίσω από ρίζα κι από τάφο,
από υπόγειο μόνος, από κελάρι με νεκρούς,
κοκαλωμένος, να πεθαίνω από πόνο.
Γι αυτό η Δευτέρα καίγεται σαν το πετρέλαιο
όταν με βλέπει να ‘ρχομαι με πρόσωπο από φυλακή,
κι ουρλιάζει στο πέρασμά της σαν μια ρόδα πληγωμένη,
και κάνει βήματα από ζεστό αίμα προς τη νύχτα.
Και με σπρώχνει σε κάποιες γωνιές, σε κάποια υγρά σπίτια,
σε νοσοκομεία όπου τα οστά βγαίνουν στο παράθυρο,
σε κάποια παπουτσάδικα με οσμή από ξύδι,
σε δρόμους φοβερούς σαν ουλές.
Υπάρχουνε πουλιά σε χρώμα από θειάφι και τρομεροί απροορισμοί
κρεμασμένοι από τις πόρτες των σπιτιών που μισώ,
υπάρχουν οδοντοστοιχίες ξεχασμένες σε μια καφετιέρα,
υπάρχουνε καθρέφτες
που θα ‘πρεπε να κλαίγανε από ντροπή και φόβο,
υπάρχουνε ομπρέλες σ’ όλα τα μέρη, και δηλητήρια, κι υποχρεώσεις.
Εγώ περνάω με ηρεμία, με μάτια, με παπούτσια,
με μανία, με λησμονιά,
περνάω, διασχίζοντας γραφεία και μαγαζιά ορθοπεδικής,
και αυλές όπου υπάρχουν ρούχα κρεμασμένα απόνα σύρμα:
σώβρακα, πετσέτες και πουκάμισα που κλαίνε
αργά βρώμικα δάκρυα.
Μετάφραση Βασίλη Λαλιώτη
Συμβαίνει πως κουράζομαι να ‘μαι άνθρωπος.
Συμβαίνει πως μπαίνω σε ραφτάδικα και σινεμάδες
μαραμένος, αδιαπέραστος, σαν ένας κύκνος από τσόχα
πλέοντας σ’ ένα νερό από καταγωγή και στάχτη.
Η οσμή από τα κομμωτήρια με κάνει να κλαίω με κραυγές.
Μονάχα θέλω μια ξεκούραση από πέτρες ή από μαλλί,
μονάχα θέλω να μη βλέπω καταστήματα και κήπους,
ούτε εμπορικά, διόπτρες, κι ασανσέρ.
Συμβαίνει πως κουράζομαι απ’ τα πόδια και τα νύχια μου
κι απ’ τα μαλλιά και τη σκιά μου.
Συμβαίνει πως κουράζομαι να ‘μαι άνθρωπος.
Όμως θα ήταν νόστιμο
να τρομάξω ένα συμβολαιογράφο μ’ έναν κομμένο κρίνο
ή θάνατο να δώσω σ’ ένα μοναχό μ’ ένα χτύπημα του αυτιού.
Θα ‘ταν ωραίο
να πηγαίνω στους δρόμους μ’ ένα μαχαίρι πράσινο
και βγάζοντας κραυγές ως να πεθάνω από το κρύο.
Δεν θέλω άλλο να ‘μαι ρίζα μες στις καταχνιές,
αβέβαιος, απλωμένος, τρέμοντας από όνειρο,
προς τα κάτω, στα μουσκεμένα έντερα της γης,
απορροφημένος, σκεπτικός, τρώγοντας κάθε μέρα.
Δεν θέλω για μένα τόσες δυστυχίες.
Δεν θέλω να συνεχίσω από ρίζα κι από τάφο,
από υπόγειο μόνος, από κελάρι με νεκρούς,
κοκαλωμένος, να πεθαίνω από πόνο.
Γι αυτό η Δευτέρα καίγεται σαν το πετρέλαιο
όταν με βλέπει να ‘ρχομαι με πρόσωπο από φυλακή,
κι ουρλιάζει στο πέρασμά της σαν μια ρόδα πληγωμένη,
και κάνει βήματα από ζεστό αίμα προς τη νύχτα.
Και με σπρώχνει σε κάποιες γωνιές, σε κάποια υγρά σπίτια,
σε νοσοκομεία όπου τα οστά βγαίνουν στο παράθυρο,
σε κάποια παπουτσάδικα με οσμή από ξύδι,
σε δρόμους φοβερούς σαν ουλές.
Υπάρχουνε πουλιά σε χρώμα από θειάφι και τρομεροί απροορισμοί
κρεμασμένοι από τις πόρτες των σπιτιών που μισώ,
υπάρχουν οδοντοστοιχίες ξεχασμένες σε μια καφετιέρα,
υπάρχουνε καθρέφτες
που θα ‘πρεπε να κλαίγανε από ντροπή και φόβο,
υπάρχουνε ομπρέλες σ’ όλα τα μέρη, και δηλητήρια, κι υποχρεώσεις.
Εγώ περνάω με ηρεμία, με μάτια, με παπούτσια,
με μανία, με λησμονιά,
περνάω, διασχίζοντας γραφεία και μαγαζιά ορθοπεδικής,
και αυλές όπου υπάρχουν ρούχα κρεμασμένα απόνα σύρμα:
σώβρακα, πετσέτες και πουκάμισα που κλαίνε
αργά βρώμικα δάκρυα.
Μετάφραση Βασίλη Λαλιώτη
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.