Isiliel
Επιφανές μέλος
Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
23-08-10
13:06
Το ελληνικό πεπόνι με τα πολλά ονόματα
Του Νίκου Σαραντάκου
Πλησιάζει στα τελειώματα το καλοκαίρι και θυμάμαι πως χρωστάω, σε εκλεκτό φίλο του ιστολογίου, ένα άρθρο για ένα φρούτο εποχής –μόνο που εξαιτίας της καλοκαιρινής χαλάρωσης (διότι… ραστόνι δεν γράφω που να μου καεί το βίντεο) περάσαν οι μέρες και πρέπει να βιαστώ αν θέλω να προλάβω να κρατήσω την υπόσχεσή μου, γιατί τώρα έχουν περάσει στο προσκήνιο τα σύκα και τα σταφύλια, ενώ εγώ έταξα να γράψω για το καρπούζι.
Φαίνεται πως για τους περισσότερους το καρπούζι είναι ο βασιλιάς των φρούτων του καλοκαιριού –όμως εγώ έχω κηρύξει δημοκρατία· θέλω να πω, δεν συμμερίζομαι τη γενική λατρεία για το καρπούζι –ευχαρίστως θα το γευτώ στο εστιατόριο, στο τέλος του γεύματος, αλλά με κανένα τρόπο δεν θα το θεωρούσα το αγαπημένο μου φρούτο. Αν όμως γευστικά το καρπούζι βρίσκεται χαμηλά στην κλίμακα των προτιμήσεών μου, γλωσσικά έχει μεγάλο ενδιαφέρον, και μεγάλη ποικιλία από ονόματα σε διάφορες γλώσσες.
Εμείς βέβαια το λέμε καρπούζι, το οποίο είναι τουρκικό δάνειο (karpuz), αν και δεν είναι σαφές από πού το πήραν οι Τούρκοι. Και οι Ρώσοι, που το λένε Αρμπούζ, από τα τούρκικα πρέπει να το έχουν πάρει. Βρίσκω ότι καρπούζ το λένε (μεταξύ άλλων ονομάτων) και οι Βούλγαροι. Βέβαια, επειδή λέξη όπως το καρπούζι δεν θα μπορούσε να γίνει ανεκτή στην επίσημη ονοματολογία, πλάστηκε η «ελληνική» ονομασία υδροπέπων, που τη βάζω σε εισαγωγικά διότι είναι καραμπινάτο μεταφραστικό δάνειο, από το γαλλικό melon dʼeau και άλλες ανάλογες ονομασίες στα αγγλικά (watermelon), στα γερμανικά (Wassermelone) και σε άλλες γλώσσες.
Είναι δηλαδή το καρπούζι, κατά την ονομασία αυτή, ένα πεπόνι με μπόλικο νερό· άλλωστε, από φυτολογική άποψη καρπούζια και πεπόνια είναι συγγενικά είδη. Να πούμε εδώ ότι η λέξη melon της αγγλικής (και οι ανάλογες των άλλων γλωσσών) ανάγεται στο λατινικό melo, σύντμηση του melopepo, που είναι δάνειο από το ελλ. μηλοπέπων. Ποιος ακριβώς καρπός ήταν το melopepo δεν ξέρουμε, ίσως κάποιο κολοκυθοειδές. Σύμφωνα με τα περισσότερα λεξικά, το μηλοπέπων των αρχαίων ήταν το πεπόνι, αλλά ο Γεννάδιος στο Φυτολογικό λεξικό του λέει ότι οι μηλοπέπονες του Διοσκορίδη και του Γαληνού πιθανότατα ήταν καρπούζια. Δεν αποκλείεται η ίδια λέξη να χρησιμοποιήθηκε και για τα δυο φρούτα, λέω εγώ.
Το ήξεραν οι αρχαίοι το καρπούζι; Οι γνώμες διίστανται. Είναι μάλλον βέβαιο πως η κοιτίδα του καρπουζιού είναι η τροπική Αφρική, οι δε Αιγύπτιοι σαφώς το γνώριζαν –το έβαζαν και στους τάφους των Φαραώ, βρίσκω κάπου· στου Τουταγχαμών τον τάφο έχουν βρεθεί σπόρια καρπουζιού. Ο Γεννάδιος υποστηρίζει λοιπόν ότι είναι αδύνατο οι αρχαίοι Έλληνες, που είχαν διαρκή επικοινωνία από πολύ παλιά με τους Αιγυπτίους, να μη γνώριζαν το καρπούζι.
Στην υπόλοιπη πάντως Ευρώπη το καρπούζι έφτασε με τους σαρακηνούς μετά το 1000 μ.Χ. Σε ένα κείμενο του Συμεών Σηθή, αραβομαθή βυζαντινού λογίου, διαβάζουμε ότι: ὁ δὲ λεγόμενος σαρακηνικὸς πέπων ψυχρός ἐστι καὶ ὑγρὸς καὶ ὠφέλιμος εἴς τε τοὺς καύσους πυρετοὺς καὶ τοὺς ἀκριβεῖς τριταίους καὶ τὰς θερμὰς γαστέρας. Λοιπόν, σαρακίνικο πεπόνι τον λέγαν οι βυζαντινοί το καρπούζι, πράγμα που μου θυμίζει ότι σε μια διάλεκτο της Καλαβρίας λέγεται saraciniscu, όπως λέει η Βικιπαίδεια, ενώ και στα καταλανικά λέγεται (μεταξύ άλλων) meló dʼAlger.
Στα ιταλικά επικρατεί χάος με τις ονομασίες του καρπουζιού. Στη Βικιπαίδεια θα βρείτε δυο ντουζίνες διαλεκτικά ονόματα, αλλά σε χοντρές γραμμές στον βορρά το λένε anguria (δάνειο από τα ελληνικά), όπως είχαμε πει παλιότερα εδώ, ενώ στο κέντρο και στο νότο το λένε cocomero. Λέγεται επίσης melone dʼacqua. Το καρπούζι στα ισπανικά λέγεται sandía, στα σέρβικα (και συναφείς γλώσσες) λουμπενίτσα, στα αλβανικά σαλκίρι. Θα μʼ ενδιέφερε πολύ η ετυμολογία αυτών των λέξεων, αλλά δεν έχω καιρό να την ψάξω. Όποιος ξέρει κάτι, ας το πει.
Είπαμε ότι το ελληνικό υδροπέπων είναι κάλκο, ξεπατικωτούρα, από το γαλλικό melon dʼeau, αλλά δεν είναι αυτή η βασική γαλλική λέξη για το καρπούζι: είναι pastèque, παλαιότερα pateque (1530) το οποίο είναι αραβικό δάνειο, από battiha, το οποίο έχει περάσει και στα ισπανικά (albateca, bateca, αλλά και patilla, που χρησιμοποιείται στη Λατινική Αμερική). Αλλά και οι κουμπάροι στην Κύπρο το καρπούζι το λένε πατίχα (μερικοί το γράφουν παττίχα, για να δείξουν την προφορά), που είναι προφανέστατα δάνειο από την αραβική λέξη. Βρίσκω γκουγκλίζοντας και την έκφραση «μα, χάνει η πατίχα σου;» προφανώς για κάποιον που του έχει λασκάρει η βίδα ή χάνει λάδια, που έχει ακατοίκητο το επάνω πάτωμα, που δεν τα έχει τετρακόσια βρε αδερφέ, έναν μπουζουκοκέφαλο.
Καρπούζι λοιπόν, υδροπέπων και πατίχα –έχουμε άραγε καμιάν άλλη ονομασία για το καρπούζι; Υπάρχει κι άλλη μια, που είναι 100% ελληνική, αλλά επειδή οι γραφειοκράτες λόγιοι προτίμησαν το υδροπέπων δεν επικράτησε. Είναι η λέξη χειμωνικό. Γιατί χειμωνικό; Επειδή τα καρπούζια, και ιδίως τις όψιμες ποικιλίες με το παχύ φλούδι, τον παλιό καιρό στα χωριά ήξεραν να τα διατηρούν μέχρι τα Χριστούγεννα και βάλε («τα χειμωνικά τα κρέμασε στο μεσοδόκαρο» γράφει κάπου ο Πρεβελάκης) –όχι όπως τώρα που τα φέρνουμε αεροπορικώς από τη Χιλή καταχείμωνο και κοστίζει ο κούκος αηδόνι. Παρόλο που η λέξη χειμωνικό σήμερα ακούγεται κυρίως στα Επτάνησα, είναι (ή έστω ήταν) πανελλήνια. Θα θυμάστε στη Βαβυλωνία, όταν πέφτει η πιστολιά, ο ξενοδόχος ξυπνάει τον κοιμισμένο Χιώτη και του λέει «έγινε φονικό» -κι εκείνος, από τον ύπνο ακόμα, ρωτάει «πού είναι το χειμωνικό;». Η λέξη έχει περάσει και στα κουτσοβλάχικα, λέει ο Ν. Πολίτης, και ίσως μας το επιβεβαιώσει ο voulagx.
Ο οποίος Πολίτης, την πασίγνωστη παροιμία, την καταγράφει ως «δυο χειμωνικά σε μια μασχάλη δεν βαστιούνται», μια ακόμα έμμεση μαρτυρία ότι τον 19ο αιώνα η λέξη «χειμωνικό» ήταν πολύ περισσότερο διαδεδομένη, και ότι σε πολλά μέρη θα ήταν η κατεξοχήν λέξη για το είδος. Και μια και πιάσαμε τις παροιμίες, να πούμε ότι το καρπούζι έχει έντονη φρασεολογική παρουσία. Λέμε λοιπόν «δυο καρπούζια σʼ ένα χέρι» (αυτή είναι η σημερινή επικρατέστερη μορφή), και συμπληρώνουμε αναλόγως – έχει γίνει και τραγούδι, πασίγνωστο, σε στίχους του Βασιλειάδη, του Τσάντα, ενώ συνθέτης του αναφέρεται ο Στελλάκης. Πάντως, αντίστοιχες παροιμίες υπάρχουν σε πολλές άλλες γλώσσες της περιοχής.
Κι επειδή το καρπούζι είναι δύσκολο να καταλάβεις από πριν αν θα είναι καλό, υπάρχει η φράση «μάπα το καρπούζι», που τη λέμε για κάτι που ήταν πολλά υποσχόμενο αλλά μας απογοήτευσε. Ή, όπως λέει η παξινή παροιμία: Γυναίκα και χειμωνικό, η τύχη τα διαλέγει. Παλιότερα οι πλανόδιοι, για να δείξουν πως η ποιότητα των καρπουζιών τους είναι αδιαφιλονίκητη, διαλαλούσαν «Με το μαχαίρι τα καλά καρπούζια», προσκαλώντας τους νοικοκυραίους να κόψουν ένα σφηνοειδές κομμάτι για να δοκιμάσουν, εξού και «καρπούζι με τη βούλα», που έμεινε παροιμιώδες, όπως και η άλλη κραυγή των καρπουζάδων «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω», που κι αυτή έχει πάρει μεταφορική παροιμιώδη σημασία.
Υπάρχει επίσης και η έκφραση «έσκασε σαν καρπούζι», για κάτι που πέφτει και σπάει, ή για κεφάλι που ανοίγει (ʽΟποιος αγγίξει το Μανολιό, φώναξε ο Λουκάς αρπώντας ένα κοτρόνι, θα του σπάσω το κεφάλι σαν καρπούζι!, λέει στον Χριστό που ξανασταυρώνεται ο Καζαντζάκης). Με τη φράση αυτή υπάρχει κι ένα μπεντροβάτο. Ένα τζαναμπέτικο μωρό, λέει ο μύθος, γκρίνιαζε και φώναζε «Θέλω… Θέλω… Θέλω…» χωρίς να προσδιορίζει το αντικείμενο του πόθου του. «Τι θες, βρε αχρόνιαστο, μη σου δώσω καμία και σκάσεις κάτω σαν καρπούζι;» το ρώτησε η μάνα του. «Καρπούζι θέλω!» προσδιόρισε άσπλαχνα το μικρό –και ήταν, βεβαίως, Φλεβάρης.
Τέλος, υπάρχει και η φράση «μοίρασε το καρπούζι στη μέση» που τη χρησιμοποιούν αρκετά συχνά οι αθλητικογράφοι για ακριβοδίκαιο διαιτητή –αν και, όταν ευνοήσει τη μια ομάδα σε λίγες αμφισβητούμενες φάσεις, χωρίς όμως να δείξει πρόδηλη εύνοια, συμπληρώνουν «…αλλά τα κουκούτσια τα έδωσε στους Τάδε». Σχετικά με τα κουκούτσια του καρπουζιού είναι μια φράση που την ανέφερε τις προάλλες εκλεκτό μέλος της Λεξιλογίας, πως την είπε αγιορείτης καλόγερος για κάποιον διαβόητο «αμαρτωλό» που πήγε στα γεράματα να μονάσει:
«Έφαγε καλά-καλά το καρπούζι κι ήρθε εδώ να φτύσει τα κουκούτσια!»
Βέβαια, με τις προόδους της επιστήμης, που έχει βγάλει καρπούζια άσπορα, οι παραπάνω φράσεις κινδυνεύουν να χάσουν το αντικείμενό τους. Κι επειδή έχουν επίσης βγει και μίνι-καρπούζια, με μικρό μέγεθος, καθώς και σε σχήμα κύβου, κοντεύει να διαψευσθεί και η παροιμία για τα δυο καρπούζια σʼ ένα χέρι. Ώρες είναι να βγει και κανένα μεταλλαγμένο που δεν θα σκάει με τίποτα, ώστε να ακυρωθεί και η φράση «έσκασε σαν καρπούζι».
Αλλά το καρπούζι έχει χρησιμοποιηθεί και στην πολιτική. Πριν από πολλά-πολλά χρόνια, κάποιοι της αριστερής πτέρυγας του ΠΑΣΟΚ παινεύονταν πως το κόμμα τους είναι σαν το καρπούζι: απέξω πράσινο αλλά από μέσα κόκκινο, ενώ τα κουκούτσια ήταν, λέει, οι παλαιοκομματικοί που έπρεπε να τους φτύνεις. Σαν να γέμισε κουκούτσια το καρπούζι. Κι άλλες τέτοιες μεταφορές έχουν γίνει με το πράσινο και το κόκκινο.
Έχω γράψει τόσα, σεντόνι βγήκε, κι ακόμα δεν έχω εξηγήσει για ποιο λόγο στον τίτλο λέω για «ελληνικό πεπόνι». Επίτηδες το έκανα, το άφησα για το τέλος. Είδαμε λοιπόν ότι σε πολλές γλώσσες το καρπούζι ονοματίζεται σαν ένα «άλλο πεπόνι»: πεπόνι με νερό στα διάφορα watermelon, πεπόνι σαρακίνικο στον βυζαντινό Σηθή, πεπόνι αλγερίνικο στα καταλανικά. Ε λοιπόν, στα ουγγαρέζικα το πεπόνι είναι dinnye, και το καρπούζι είναι görögdinnye, ήγουν ελληνικό πεπόνι, κάτι που ασφαλώς σας προκάλεσε ρίγη εθνικής υπερηφάνειας.
Και θα κλείσω με το καρπούζι και την εθνική υπερηφάνεια, ακριβώς. Σε ένα δημοφιλές κείμενο που κυκλοφορούσε παλιότερα στο Διαδίκτυο και που απαριθμούσε 100 (ή και περισσότερους) λόγους για τους οποίους γουστάρουν που είναι Έλληνες αυτοί που το έγραψαν και το διακινούν (περιέργως έχω κάμποσο καιρό να το δω), ένας από τους λόγους περηφάνιας που αναφέρεται είναι ότι «Γιατί το καρπούζι το αγοράζουμε ολόκληρο και όχι σε φέτες», υπονοώντας ότι είμαστε κιμπάρηδες κι όχι σπαγγοραμμένοι. Ομολογώ ότι κι εγώ είχα εκπλαγεί όταν είχα πρωτοδεί στα σουπερμάρκετ και τις λαϊκές αγορές της Εσπερίας να πουλιέται το καρπούζι με τη φέτα –αν και τώρα με τα μίνι καρπούζια έχει μετριαστεί το πρόβλημα του μπακούρη που δεν θέλει να κάνει καρπουζοδίαιτα αλλά απλώς να φάει λίγο. Τώρα, για το αν είναι ένδειξη αρχοντιάς να αγοράζεις ολόκληρο το καρπούζι δεν είμαι βέβαιος –το συζητάμε, αν θέλετε. Έχω όμως μια ένδειξη ότι παλιότερα δεν ίσχυε αυτό, τουλάχιστον στην παλιά Ελλάδα. Στις αναμνήσεις της πρόσφυγας Αγγέλας Παπάζογλου (γυναίκας του μεγάλου μουσικού Βαγγέλη Παπάζογλου) «Τα χαΐρια μας εδώ», διαβάζω (στη σελ. 181):
Τʼ ήτανε και κείνο με τσι φέτες το καρπούζι… Μας είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Βλέπαμε με γουρλωμένα μάτια άμα ήρχαμε, να περπατάνε οι άντροι στο δρόμο οι ντόπιοι, και να κρατάνε να το πηγαίνουνε στο σπίτι τους, μια φέτα καρπούζι… Μια φέτα… Άλλος πιο μεγάλη, άλλος πιο μικρή… Έτσι ατύλιχτο… γδυμνό… ξεβράκωτο… πώς το λένε. Μια φέτα σκέτη καρπούζι.
Κι αρχίσαμε οι πρόσφυγοι και τʼ αγοράζαμε ολόκληρα και δυο δυο καρπούζια, ένα σε κάθε χέρι, κι ύστερα ντρεπούντουστε πια να κόβουνε φέτες οι τσιγκούνηδοι…
Τώρα σου φαίνουνται παράξενα αυτά που σου λέω, αλλά αν δεν το πω θα σκάσω και κορόιδεψέ με πάλι… Εμείς τσι μάθαμε νʼ αγοράζουνε ολόκληρο καρπούζι… Τι ανάγκη έχω να σου πω ψέματα; Ρώτα να δεις…
Οπότε, όσοι περηφανεύονται που αγοράζουν ολόκληρο το καρπούζι, να ξέρουν πως οι παππούδες τους οι τσιγκούνηδοι αποκαλούσαν τουρκόσπορους εκείνους που τους έμαθαν τη συνήθεια τούτη, καλή ή κακή.
Του Νίκου Σαραντάκου
Πλησιάζει στα τελειώματα το καλοκαίρι και θυμάμαι πως χρωστάω, σε εκλεκτό φίλο του ιστολογίου, ένα άρθρο για ένα φρούτο εποχής –μόνο που εξαιτίας της καλοκαιρινής χαλάρωσης (διότι… ραστόνι δεν γράφω που να μου καεί το βίντεο) περάσαν οι μέρες και πρέπει να βιαστώ αν θέλω να προλάβω να κρατήσω την υπόσχεσή μου, γιατί τώρα έχουν περάσει στο προσκήνιο τα σύκα και τα σταφύλια, ενώ εγώ έταξα να γράψω για το καρπούζι.
Φαίνεται πως για τους περισσότερους το καρπούζι είναι ο βασιλιάς των φρούτων του καλοκαιριού –όμως εγώ έχω κηρύξει δημοκρατία· θέλω να πω, δεν συμμερίζομαι τη γενική λατρεία για το καρπούζι –ευχαρίστως θα το γευτώ στο εστιατόριο, στο τέλος του γεύματος, αλλά με κανένα τρόπο δεν θα το θεωρούσα το αγαπημένο μου φρούτο. Αν όμως γευστικά το καρπούζι βρίσκεται χαμηλά στην κλίμακα των προτιμήσεών μου, γλωσσικά έχει μεγάλο ενδιαφέρον, και μεγάλη ποικιλία από ονόματα σε διάφορες γλώσσες.
Εμείς βέβαια το λέμε καρπούζι, το οποίο είναι τουρκικό δάνειο (karpuz), αν και δεν είναι σαφές από πού το πήραν οι Τούρκοι. Και οι Ρώσοι, που το λένε Αρμπούζ, από τα τούρκικα πρέπει να το έχουν πάρει. Βρίσκω ότι καρπούζ το λένε (μεταξύ άλλων ονομάτων) και οι Βούλγαροι. Βέβαια, επειδή λέξη όπως το καρπούζι δεν θα μπορούσε να γίνει ανεκτή στην επίσημη ονοματολογία, πλάστηκε η «ελληνική» ονομασία υδροπέπων, που τη βάζω σε εισαγωγικά διότι είναι καραμπινάτο μεταφραστικό δάνειο, από το γαλλικό melon dʼeau και άλλες ανάλογες ονομασίες στα αγγλικά (watermelon), στα γερμανικά (Wassermelone) και σε άλλες γλώσσες.
Είναι δηλαδή το καρπούζι, κατά την ονομασία αυτή, ένα πεπόνι με μπόλικο νερό· άλλωστε, από φυτολογική άποψη καρπούζια και πεπόνια είναι συγγενικά είδη. Να πούμε εδώ ότι η λέξη melon της αγγλικής (και οι ανάλογες των άλλων γλωσσών) ανάγεται στο λατινικό melo, σύντμηση του melopepo, που είναι δάνειο από το ελλ. μηλοπέπων. Ποιος ακριβώς καρπός ήταν το melopepo δεν ξέρουμε, ίσως κάποιο κολοκυθοειδές. Σύμφωνα με τα περισσότερα λεξικά, το μηλοπέπων των αρχαίων ήταν το πεπόνι, αλλά ο Γεννάδιος στο Φυτολογικό λεξικό του λέει ότι οι μηλοπέπονες του Διοσκορίδη και του Γαληνού πιθανότατα ήταν καρπούζια. Δεν αποκλείεται η ίδια λέξη να χρησιμοποιήθηκε και για τα δυο φρούτα, λέω εγώ.
Το ήξεραν οι αρχαίοι το καρπούζι; Οι γνώμες διίστανται. Είναι μάλλον βέβαιο πως η κοιτίδα του καρπουζιού είναι η τροπική Αφρική, οι δε Αιγύπτιοι σαφώς το γνώριζαν –το έβαζαν και στους τάφους των Φαραώ, βρίσκω κάπου· στου Τουταγχαμών τον τάφο έχουν βρεθεί σπόρια καρπουζιού. Ο Γεννάδιος υποστηρίζει λοιπόν ότι είναι αδύνατο οι αρχαίοι Έλληνες, που είχαν διαρκή επικοινωνία από πολύ παλιά με τους Αιγυπτίους, να μη γνώριζαν το καρπούζι.
Στην υπόλοιπη πάντως Ευρώπη το καρπούζι έφτασε με τους σαρακηνούς μετά το 1000 μ.Χ. Σε ένα κείμενο του Συμεών Σηθή, αραβομαθή βυζαντινού λογίου, διαβάζουμε ότι: ὁ δὲ λεγόμενος σαρακηνικὸς πέπων ψυχρός ἐστι καὶ ὑγρὸς καὶ ὠφέλιμος εἴς τε τοὺς καύσους πυρετοὺς καὶ τοὺς ἀκριβεῖς τριταίους καὶ τὰς θερμὰς γαστέρας. Λοιπόν, σαρακίνικο πεπόνι τον λέγαν οι βυζαντινοί το καρπούζι, πράγμα που μου θυμίζει ότι σε μια διάλεκτο της Καλαβρίας λέγεται saraciniscu, όπως λέει η Βικιπαίδεια, ενώ και στα καταλανικά λέγεται (μεταξύ άλλων) meló dʼAlger.
Στα ιταλικά επικρατεί χάος με τις ονομασίες του καρπουζιού. Στη Βικιπαίδεια θα βρείτε δυο ντουζίνες διαλεκτικά ονόματα, αλλά σε χοντρές γραμμές στον βορρά το λένε anguria (δάνειο από τα ελληνικά), όπως είχαμε πει παλιότερα εδώ, ενώ στο κέντρο και στο νότο το λένε cocomero. Λέγεται επίσης melone dʼacqua. Το καρπούζι στα ισπανικά λέγεται sandía, στα σέρβικα (και συναφείς γλώσσες) λουμπενίτσα, στα αλβανικά σαλκίρι. Θα μʼ ενδιέφερε πολύ η ετυμολογία αυτών των λέξεων, αλλά δεν έχω καιρό να την ψάξω. Όποιος ξέρει κάτι, ας το πει.
Είπαμε ότι το ελληνικό υδροπέπων είναι κάλκο, ξεπατικωτούρα, από το γαλλικό melon dʼeau, αλλά δεν είναι αυτή η βασική γαλλική λέξη για το καρπούζι: είναι pastèque, παλαιότερα pateque (1530) το οποίο είναι αραβικό δάνειο, από battiha, το οποίο έχει περάσει και στα ισπανικά (albateca, bateca, αλλά και patilla, που χρησιμοποιείται στη Λατινική Αμερική). Αλλά και οι κουμπάροι στην Κύπρο το καρπούζι το λένε πατίχα (μερικοί το γράφουν παττίχα, για να δείξουν την προφορά), που είναι προφανέστατα δάνειο από την αραβική λέξη. Βρίσκω γκουγκλίζοντας και την έκφραση «μα, χάνει η πατίχα σου;» προφανώς για κάποιον που του έχει λασκάρει η βίδα ή χάνει λάδια, που έχει ακατοίκητο το επάνω πάτωμα, που δεν τα έχει τετρακόσια βρε αδερφέ, έναν μπουζουκοκέφαλο.
Καρπούζι λοιπόν, υδροπέπων και πατίχα –έχουμε άραγε καμιάν άλλη ονομασία για το καρπούζι; Υπάρχει κι άλλη μια, που είναι 100% ελληνική, αλλά επειδή οι γραφειοκράτες λόγιοι προτίμησαν το υδροπέπων δεν επικράτησε. Είναι η λέξη χειμωνικό. Γιατί χειμωνικό; Επειδή τα καρπούζια, και ιδίως τις όψιμες ποικιλίες με το παχύ φλούδι, τον παλιό καιρό στα χωριά ήξεραν να τα διατηρούν μέχρι τα Χριστούγεννα και βάλε («τα χειμωνικά τα κρέμασε στο μεσοδόκαρο» γράφει κάπου ο Πρεβελάκης) –όχι όπως τώρα που τα φέρνουμε αεροπορικώς από τη Χιλή καταχείμωνο και κοστίζει ο κούκος αηδόνι. Παρόλο που η λέξη χειμωνικό σήμερα ακούγεται κυρίως στα Επτάνησα, είναι (ή έστω ήταν) πανελλήνια. Θα θυμάστε στη Βαβυλωνία, όταν πέφτει η πιστολιά, ο ξενοδόχος ξυπνάει τον κοιμισμένο Χιώτη και του λέει «έγινε φονικό» -κι εκείνος, από τον ύπνο ακόμα, ρωτάει «πού είναι το χειμωνικό;». Η λέξη έχει περάσει και στα κουτσοβλάχικα, λέει ο Ν. Πολίτης, και ίσως μας το επιβεβαιώσει ο voulagx.
Ο οποίος Πολίτης, την πασίγνωστη παροιμία, την καταγράφει ως «δυο χειμωνικά σε μια μασχάλη δεν βαστιούνται», μια ακόμα έμμεση μαρτυρία ότι τον 19ο αιώνα η λέξη «χειμωνικό» ήταν πολύ περισσότερο διαδεδομένη, και ότι σε πολλά μέρη θα ήταν η κατεξοχήν λέξη για το είδος. Και μια και πιάσαμε τις παροιμίες, να πούμε ότι το καρπούζι έχει έντονη φρασεολογική παρουσία. Λέμε λοιπόν «δυο καρπούζια σʼ ένα χέρι» (αυτή είναι η σημερινή επικρατέστερη μορφή), και συμπληρώνουμε αναλόγως – έχει γίνει και τραγούδι, πασίγνωστο, σε στίχους του Βασιλειάδη, του Τσάντα, ενώ συνθέτης του αναφέρεται ο Στελλάκης. Πάντως, αντίστοιχες παροιμίες υπάρχουν σε πολλές άλλες γλώσσες της περιοχής.
Κι επειδή το καρπούζι είναι δύσκολο να καταλάβεις από πριν αν θα είναι καλό, υπάρχει η φράση «μάπα το καρπούζι», που τη λέμε για κάτι που ήταν πολλά υποσχόμενο αλλά μας απογοήτευσε. Ή, όπως λέει η παξινή παροιμία: Γυναίκα και χειμωνικό, η τύχη τα διαλέγει. Παλιότερα οι πλανόδιοι, για να δείξουν πως η ποιότητα των καρπουζιών τους είναι αδιαφιλονίκητη, διαλαλούσαν «Με το μαχαίρι τα καλά καρπούζια», προσκαλώντας τους νοικοκυραίους να κόψουν ένα σφηνοειδές κομμάτι για να δοκιμάσουν, εξού και «καρπούζι με τη βούλα», που έμεινε παροιμιώδες, όπως και η άλλη κραυγή των καρπουζάδων «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω», που κι αυτή έχει πάρει μεταφορική παροιμιώδη σημασία.
Υπάρχει επίσης και η έκφραση «έσκασε σαν καρπούζι», για κάτι που πέφτει και σπάει, ή για κεφάλι που ανοίγει (ʽΟποιος αγγίξει το Μανολιό, φώναξε ο Λουκάς αρπώντας ένα κοτρόνι, θα του σπάσω το κεφάλι σαν καρπούζι!, λέει στον Χριστό που ξανασταυρώνεται ο Καζαντζάκης). Με τη φράση αυτή υπάρχει κι ένα μπεντροβάτο. Ένα τζαναμπέτικο μωρό, λέει ο μύθος, γκρίνιαζε και φώναζε «Θέλω… Θέλω… Θέλω…» χωρίς να προσδιορίζει το αντικείμενο του πόθου του. «Τι θες, βρε αχρόνιαστο, μη σου δώσω καμία και σκάσεις κάτω σαν καρπούζι;» το ρώτησε η μάνα του. «Καρπούζι θέλω!» προσδιόρισε άσπλαχνα το μικρό –και ήταν, βεβαίως, Φλεβάρης.
Τέλος, υπάρχει και η φράση «μοίρασε το καρπούζι στη μέση» που τη χρησιμοποιούν αρκετά συχνά οι αθλητικογράφοι για ακριβοδίκαιο διαιτητή –αν και, όταν ευνοήσει τη μια ομάδα σε λίγες αμφισβητούμενες φάσεις, χωρίς όμως να δείξει πρόδηλη εύνοια, συμπληρώνουν «…αλλά τα κουκούτσια τα έδωσε στους Τάδε». Σχετικά με τα κουκούτσια του καρπουζιού είναι μια φράση που την ανέφερε τις προάλλες εκλεκτό μέλος της Λεξιλογίας, πως την είπε αγιορείτης καλόγερος για κάποιον διαβόητο «αμαρτωλό» που πήγε στα γεράματα να μονάσει:
«Έφαγε καλά-καλά το καρπούζι κι ήρθε εδώ να φτύσει τα κουκούτσια!»
Βέβαια, με τις προόδους της επιστήμης, που έχει βγάλει καρπούζια άσπορα, οι παραπάνω φράσεις κινδυνεύουν να χάσουν το αντικείμενό τους. Κι επειδή έχουν επίσης βγει και μίνι-καρπούζια, με μικρό μέγεθος, καθώς και σε σχήμα κύβου, κοντεύει να διαψευσθεί και η παροιμία για τα δυο καρπούζια σʼ ένα χέρι. Ώρες είναι να βγει και κανένα μεταλλαγμένο που δεν θα σκάει με τίποτα, ώστε να ακυρωθεί και η φράση «έσκασε σαν καρπούζι».
Αλλά το καρπούζι έχει χρησιμοποιηθεί και στην πολιτική. Πριν από πολλά-πολλά χρόνια, κάποιοι της αριστερής πτέρυγας του ΠΑΣΟΚ παινεύονταν πως το κόμμα τους είναι σαν το καρπούζι: απέξω πράσινο αλλά από μέσα κόκκινο, ενώ τα κουκούτσια ήταν, λέει, οι παλαιοκομματικοί που έπρεπε να τους φτύνεις. Σαν να γέμισε κουκούτσια το καρπούζι. Κι άλλες τέτοιες μεταφορές έχουν γίνει με το πράσινο και το κόκκινο.
Έχω γράψει τόσα, σεντόνι βγήκε, κι ακόμα δεν έχω εξηγήσει για ποιο λόγο στον τίτλο λέω για «ελληνικό πεπόνι». Επίτηδες το έκανα, το άφησα για το τέλος. Είδαμε λοιπόν ότι σε πολλές γλώσσες το καρπούζι ονοματίζεται σαν ένα «άλλο πεπόνι»: πεπόνι με νερό στα διάφορα watermelon, πεπόνι σαρακίνικο στον βυζαντινό Σηθή, πεπόνι αλγερίνικο στα καταλανικά. Ε λοιπόν, στα ουγγαρέζικα το πεπόνι είναι dinnye, και το καρπούζι είναι görögdinnye, ήγουν ελληνικό πεπόνι, κάτι που ασφαλώς σας προκάλεσε ρίγη εθνικής υπερηφάνειας.
Και θα κλείσω με το καρπούζι και την εθνική υπερηφάνεια, ακριβώς. Σε ένα δημοφιλές κείμενο που κυκλοφορούσε παλιότερα στο Διαδίκτυο και που απαριθμούσε 100 (ή και περισσότερους) λόγους για τους οποίους γουστάρουν που είναι Έλληνες αυτοί που το έγραψαν και το διακινούν (περιέργως έχω κάμποσο καιρό να το δω), ένας από τους λόγους περηφάνιας που αναφέρεται είναι ότι «Γιατί το καρπούζι το αγοράζουμε ολόκληρο και όχι σε φέτες», υπονοώντας ότι είμαστε κιμπάρηδες κι όχι σπαγγοραμμένοι. Ομολογώ ότι κι εγώ είχα εκπλαγεί όταν είχα πρωτοδεί στα σουπερμάρκετ και τις λαϊκές αγορές της Εσπερίας να πουλιέται το καρπούζι με τη φέτα –αν και τώρα με τα μίνι καρπούζια έχει μετριαστεί το πρόβλημα του μπακούρη που δεν θέλει να κάνει καρπουζοδίαιτα αλλά απλώς να φάει λίγο. Τώρα, για το αν είναι ένδειξη αρχοντιάς να αγοράζεις ολόκληρο το καρπούζι δεν είμαι βέβαιος –το συζητάμε, αν θέλετε. Έχω όμως μια ένδειξη ότι παλιότερα δεν ίσχυε αυτό, τουλάχιστον στην παλιά Ελλάδα. Στις αναμνήσεις της πρόσφυγας Αγγέλας Παπάζογλου (γυναίκας του μεγάλου μουσικού Βαγγέλη Παπάζογλου) «Τα χαΐρια μας εδώ», διαβάζω (στη σελ. 181):
Τʼ ήτανε και κείνο με τσι φέτες το καρπούζι… Μας είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Βλέπαμε με γουρλωμένα μάτια άμα ήρχαμε, να περπατάνε οι άντροι στο δρόμο οι ντόπιοι, και να κρατάνε να το πηγαίνουνε στο σπίτι τους, μια φέτα καρπούζι… Μια φέτα… Άλλος πιο μεγάλη, άλλος πιο μικρή… Έτσι ατύλιχτο… γδυμνό… ξεβράκωτο… πώς το λένε. Μια φέτα σκέτη καρπούζι.
Κι αρχίσαμε οι πρόσφυγοι και τʼ αγοράζαμε ολόκληρα και δυο δυο καρπούζια, ένα σε κάθε χέρι, κι ύστερα ντρεπούντουστε πια να κόβουνε φέτες οι τσιγκούνηδοι…
Τώρα σου φαίνουνται παράξενα αυτά που σου λέω, αλλά αν δεν το πω θα σκάσω και κορόιδεψέ με πάλι… Εμείς τσι μάθαμε νʼ αγοράζουνε ολόκληρο καρπούζι… Τι ανάγκη έχω να σου πω ψέματα; Ρώτα να δεις…
Οπότε, όσοι περηφανεύονται που αγοράζουν ολόκληρο το καρπούζι, να ξέρουν πως οι παππούδες τους οι τσιγκούνηδοι αποκαλούσαν τουρκόσπορους εκείνους που τους έμαθαν τη συνήθεια τούτη, καλή ή κακή.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Isiliel
Επιφανές μέλος
Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
14-05-10
14:59
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα lexicon.gr, του Γ. Μπαμπινιώτη
(έγινε μορφοποίηση για ευκολότερη ανάγνωση)
Και όμως είναι ελληνικές
Αν σας ρωτήσει κανείς, θέλοντας να ελέγξει τις ετυμολογικές γνώσεις σας στην Αγγλική ή στην Ελληνική, αν λέξεις όπως λ.χ. butter «βούτυρο», paper «χαρτί», church «εκκλησία», sketch «σκαρίφημα - θεατρικό σκετς», bomb «βόμβα», clergy «κληρικός» και clerk «υπάλληλος», chart «χάρτης» και card «κάρτα», calm «νηνεμία, γαλήνη», pain «πόνος», pirate «πειρατής», diploma «δίπλωμα», channel «δίαυλος», priest «ιερέας», buffalo «βουβάλι», monk «μοναχός», bishop «επίσκοπος» κ.ά. προέρχονται από την Ελληνική ή είναι αμιγώς αγγλικές, μη βιαστείτε να απαντήσετε ότι δεν σας φαίνονται ελληνικές.
Η πραγματικότητα είναι ότι περνώντας μέσα από διάφορους, συχνά δαιδαλώδεις και σκολιούς, γλωσσικούς δρόμους οι λέξεις αυτές έφτασαν στην Αγγλική, έχοντας ξεκινήσει από την ελληνική γλώσσα.
Είναι δάνειες λέξεις τής Αγγλικής από την Ελληνική. Μια ματιά σε έγκυρα λεξικά τής Αγγλικής (Webster, Random House, Longman, Oxford κ.ά.) μπορεί να σας πείσει.
Το αρχ. ελληνικό βούτυρον / βούτυρος (βους + τυρός), μέσω τού λατιν. butyrum, έδωσε το αρχ. αγγλ. butere, απ' όπου το σύγχρονο αγγλ. butter (και τα γερμ. Butter, γαλλ. beurre, ιταλ. burro κ.ά).
Το αρχ. ελλην. πάπυρος, που δήλωσε την πρώτη μορφή γραφικής ύλης από το ομώνυμο φυτό το οποίο ευδοκιμούσε στην Αίγυπτο, έδωσε το αγγλ. paper (γαλλ. papier, γερμ. Papier κ.ά.) μέσω τού λατιν. papyrum, απ' όπου το μεσαιων. γαλλ. papier και το μεσαιων. αγγλ. papir.
Πιo σύνθετη είναι η προέλευση τής λέξης που δήλωσε στην Αγγλική «την εκκλησία», τής λ. church. Ξεκίνησε από το ελληνιστ. κυριακόν (δώμα) «ο οίκος τού Κυρίου» (από το Κύριος), το οποίο, μέσω τού αρχ. γερμ. kirihha (απ' όπου το νέο γερμ. Kirche «εκκλησία») και των αρχ. αγγλ. cirice και μεσαιων. αγγλ. chirche, έδωσε το νέο αγγλ. church.
Οι ίδιοι οι Έλληνες χριστιανοί χρησιμοποίησαν το αρχ. εκκλησία (εκκλησία τού δήμου «η συγκέντρωση τού λαού / των πολιτών ως θεσμικό όργανο») με νέο περιεχόμενο: χώρος όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί για να λατρεύσουν τον Θεό (ενώ οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λ. ναός, με την αντίληψη ότι αποτελεί χώρο όπου ναίουν, όπου κατοικούν οι θεοί).
Ενδιαφέρον έχει, για τις περιπέτειές της, η λέξη sketch «σκαρίφημα - θεατρικό σκετς». Ποιος το φαντάζεται, εκ πρώτης όψεως, ότι προέρχεται από την ελλην. λ. σχέδιο; Η αρχαία ελλ. λ. σχέδιον (από το αρχ. σχέδιος που σήμαινε «προσωρινός, αυτοσχέδιος», προερχόμενη από τη λ. σχεδόν κι αυτή από το έχω), μέσω τού λατιν. schedium, έδωσε το ιταλ. schizzo, που πέρασε στα oλλανδικά ως schets, από όπου το αγγλ. sketch.
Το περίεργο για τη ζωή των λέξεων είναι ότι το ελλην. σχέδιο επανήλθε στους νεότερους χρόνους στην Ελληνική, δηλ. ως «αντιδάνειο» (ως δάνειο δανείου!), μέσα από δύο ξένες γλώσσες: από την Ιταλική ως σκίτσο και από την Αγγλική ως σκετς.
Ανάλογη είναι η περίπτωση τού αγγλ. scene «σκηνή». Προέρχεται από το ελλην. σκηνή, μέσω τού λατιν. scaena / scena. Από το υποκοριστικό τού λατιν. scena, από το scenarium, προήλθε το ιταλ. scenario που πέρασε σε διάφορες γλώσσες (αγγλ. scenario, γαλλ. scenario κ.ά.) και επανήλθε στα Ελληνικά ως σενάριο (αντιδάνειο).
Από το θέμα σχ- (τού έχω, πβ. κατά-σχ-ω, παρά-σχ-ω, σχ-εδόν), που είδαμε και στο σχέδιο, προήλθε και η λ. σχήμα που έδωσε, μέσω τού λατιν. schema, το αγγλ. scheme.
Μια λέξη που θα ξάφνιαζε ίσως όταν κανείς διαπιστώσει ότι είναι ελληνική είναι η αγγλική λ. pain «πόνος». Η λέξη αυτή προήλθε από την ελλην. λ. ποινή που σήμαινε αρχικά «τιμή αίματος, εκδίκηση (για έγκλημα)» και μετά «τιμωρία». Μέσω τού λατ. poena, που έδωσε το γαλλ. peine (αρχικά σήμαινε «τα βασανιστήρια των μαρτύρων τής πίστεως»), προήλθε το αγγλ. pain με τη σημ. «πόνος» ως απόρροια των πόνων από τα βασανιστήρια και ως επακόλουθο τής τιμωρίας γενικότερα.
Εξίσου ίσως θα ξάφνιαζε και η αγγλική λ. calm «κάλμα, νηνεμία». Κι αυτή προήλθε από ελληνική λέξη, το αρχ. καύμα, που δήλωνε τον καύσωνα και το θέρος, οδηγώντας συνεκδοχικά στη σημ. τής ηρεμίας τής θάλασσας, τής έλλειψης δυνατών ανέμων. Στην Αγγλική έφτασε η λέξη από το ιταλ. calma που ανάγεται σε όψιμο λατιν. cauma από το καύμα. Ότι η λ. ξαναγύρισε στην Ελληνική μέσω τής Ιταλικής ως κάλμα, δηλ. ως αντιδάνειο, είδαμε ότι αποτελεί συχνό φαινόμενο.
Το αρχ. πειρώμαι «προσπαθώ, αποπειρώμαι, τολμώ» έδωσε στη μεταγενέστερη Ελληνική τη λ. πειρατής που προφανώς θα σήμαινε αρχικά αυτόν που αποτολμά παράτολμα και παράνομα εγχειρήματα. Μέσω τού λατιν. pirata η λ. έδωσε το αγγλ. pirate.
Στην εκκλησιαστική γλώσσα μια σειρά από αγγλικές λέξεις προέρχονται από την Ελληνική, χωρίς αυτό να είναι αμέσως αισθητό στον μη ειδικό. Τέτοιες είναι οι αγγλικές λέξεις priest, clergy (και clerc), bishop, monk κ.ά. Συγκεκριμένα το ελλην. πρεσβύτερος (αρχική σημ. «γεροντότερος») έδωσε το όψιμο λατ. presbyter.
Από αυτό, με ορισμένες μεταβολές, προήλθε το αρχ. αγγλ. preost και κατόπιν το μεσαιων. αγγλ. preist, που έδωσε το νεότ. αγγλ. priest. Το ελλην. κληρικός (από τη λ. κλήρος) «αυτός που τού πέφτει ο κλήρος, που τού ανατίθεται ένα έργο» έδωσε το όψιμο λατιν. clericus απ' όπου τα αρχ. αγγλ. cleric και clerc. Από αυτά προήλθε το αγγλ. clerk «λόγιος» - «υπάλληλος εξουσιοδοτημένος με συγκεκριμένο έργο» - «απλός υπάλληλος».
Το αρχ. αγγλ. clerc έδωσε και τον εκκλησιαστικό όρο clergy «κληρικός, ιερωμένος».
Το ελλην. επίσκοπος είναι η λέξη απ' όπου προήλθε το αγγλ. bishop «επίσκοπος», μέσω τού όψιμου λατιν. episcopus, απ' όπου τα αρχ. αγγλ. bisceop και μεσαιων. αγγλ. bishhop που προηγήθηκαν τού νεότερου αγγλικού bishop.
Ως προς το αγγλ. monk «μοναχός» προήλθε από το μεταγεν. ελλην. μοναχός μέσω τού όψιμου λατιν. monachus, απ' όπου το αρχ. αγγλ. munuc και μετέπειτα το νεοτ. αγγλ. monk.
Το αγγλ. chart «χάρτης» αλλά και το card «κάρτα» προήλθαν από το ελλην. χάρτης.
Το bomb «βόμβα» από το αρχ. ελλην. βόμβος.
Το «πολύ αμερικάνικο» buffalo από το ελλην. βούβαλος.
Το ελλην. δίπλωμα (από διπλώνω, διπλούς) με τη σημ. «επίσημο έγγραφο» έδωσε το diploma και από αυτό το diplomat «διπλωμάτης» κ.ο.κ.
Όπως έγινε, ελπίζω, φανερό, ένα πλήθος από ξένες λέξεις, εν προκειμένω αγγλικές, έλκουν την καταγωγή τους από την ελληνική γλώσσα, απευθείας ή, πιο συχνά, μέσω τής λατινικής γλώσσας. Όσα γράφονται εδώ δεν δίδονται για να αποτελέσουν αφορμή κομπασμού αλλά ως νύξεις για γλωσσική αυτογνωσία και περίσκεψη, για το πόσα έχει κανείς να κερδίσει από μια ετυμολογική περιδιάβαση στους δρόμους τής γλώσσας μας.
(έγινε μορφοποίηση για ευκολότερη ανάγνωση)
Και όμως είναι ελληνικές
Αν σας ρωτήσει κανείς, θέλοντας να ελέγξει τις ετυμολογικές γνώσεις σας στην Αγγλική ή στην Ελληνική, αν λέξεις όπως λ.χ. butter «βούτυρο», paper «χαρτί», church «εκκλησία», sketch «σκαρίφημα - θεατρικό σκετς», bomb «βόμβα», clergy «κληρικός» και clerk «υπάλληλος», chart «χάρτης» και card «κάρτα», calm «νηνεμία, γαλήνη», pain «πόνος», pirate «πειρατής», diploma «δίπλωμα», channel «δίαυλος», priest «ιερέας», buffalo «βουβάλι», monk «μοναχός», bishop «επίσκοπος» κ.ά. προέρχονται από την Ελληνική ή είναι αμιγώς αγγλικές, μη βιαστείτε να απαντήσετε ότι δεν σας φαίνονται ελληνικές.
Η πραγματικότητα είναι ότι περνώντας μέσα από διάφορους, συχνά δαιδαλώδεις και σκολιούς, γλωσσικούς δρόμους οι λέξεις αυτές έφτασαν στην Αγγλική, έχοντας ξεκινήσει από την ελληνική γλώσσα.
Είναι δάνειες λέξεις τής Αγγλικής από την Ελληνική. Μια ματιά σε έγκυρα λεξικά τής Αγγλικής (Webster, Random House, Longman, Oxford κ.ά.) μπορεί να σας πείσει.
Το αρχ. ελληνικό βούτυρον / βούτυρος (βους + τυρός), μέσω τού λατιν. butyrum, έδωσε το αρχ. αγγλ. butere, απ' όπου το σύγχρονο αγγλ. butter (και τα γερμ. Butter, γαλλ. beurre, ιταλ. burro κ.ά).
Το αρχ. ελλην. πάπυρος, που δήλωσε την πρώτη μορφή γραφικής ύλης από το ομώνυμο φυτό το οποίο ευδοκιμούσε στην Αίγυπτο, έδωσε το αγγλ. paper (γαλλ. papier, γερμ. Papier κ.ά.) μέσω τού λατιν. papyrum, απ' όπου το μεσαιων. γαλλ. papier και το μεσαιων. αγγλ. papir.
Πιo σύνθετη είναι η προέλευση τής λέξης που δήλωσε στην Αγγλική «την εκκλησία», τής λ. church. Ξεκίνησε από το ελληνιστ. κυριακόν (δώμα) «ο οίκος τού Κυρίου» (από το Κύριος), το οποίο, μέσω τού αρχ. γερμ. kirihha (απ' όπου το νέο γερμ. Kirche «εκκλησία») και των αρχ. αγγλ. cirice και μεσαιων. αγγλ. chirche, έδωσε το νέο αγγλ. church.
Οι ίδιοι οι Έλληνες χριστιανοί χρησιμοποίησαν το αρχ. εκκλησία (εκκλησία τού δήμου «η συγκέντρωση τού λαού / των πολιτών ως θεσμικό όργανο») με νέο περιεχόμενο: χώρος όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί για να λατρεύσουν τον Θεό (ενώ οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λ. ναός, με την αντίληψη ότι αποτελεί χώρο όπου ναίουν, όπου κατοικούν οι θεοί).
Ενδιαφέρον έχει, για τις περιπέτειές της, η λέξη sketch «σκαρίφημα - θεατρικό σκετς». Ποιος το φαντάζεται, εκ πρώτης όψεως, ότι προέρχεται από την ελλην. λ. σχέδιο; Η αρχαία ελλ. λ. σχέδιον (από το αρχ. σχέδιος που σήμαινε «προσωρινός, αυτοσχέδιος», προερχόμενη από τη λ. σχεδόν κι αυτή από το έχω), μέσω τού λατιν. schedium, έδωσε το ιταλ. schizzo, που πέρασε στα oλλανδικά ως schets, από όπου το αγγλ. sketch.
Το περίεργο για τη ζωή των λέξεων είναι ότι το ελλην. σχέδιο επανήλθε στους νεότερους χρόνους στην Ελληνική, δηλ. ως «αντιδάνειο» (ως δάνειο δανείου!), μέσα από δύο ξένες γλώσσες: από την Ιταλική ως σκίτσο και από την Αγγλική ως σκετς.
Ανάλογη είναι η περίπτωση τού αγγλ. scene «σκηνή». Προέρχεται από το ελλην. σκηνή, μέσω τού λατιν. scaena / scena. Από το υποκοριστικό τού λατιν. scena, από το scenarium, προήλθε το ιταλ. scenario που πέρασε σε διάφορες γλώσσες (αγγλ. scenario, γαλλ. scenario κ.ά.) και επανήλθε στα Ελληνικά ως σενάριο (αντιδάνειο).
Από το θέμα σχ- (τού έχω, πβ. κατά-σχ-ω, παρά-σχ-ω, σχ-εδόν), που είδαμε και στο σχέδιο, προήλθε και η λ. σχήμα που έδωσε, μέσω τού λατιν. schema, το αγγλ. scheme.
Μια λέξη που θα ξάφνιαζε ίσως όταν κανείς διαπιστώσει ότι είναι ελληνική είναι η αγγλική λ. pain «πόνος». Η λέξη αυτή προήλθε από την ελλην. λ. ποινή που σήμαινε αρχικά «τιμή αίματος, εκδίκηση (για έγκλημα)» και μετά «τιμωρία». Μέσω τού λατ. poena, που έδωσε το γαλλ. peine (αρχικά σήμαινε «τα βασανιστήρια των μαρτύρων τής πίστεως»), προήλθε το αγγλ. pain με τη σημ. «πόνος» ως απόρροια των πόνων από τα βασανιστήρια και ως επακόλουθο τής τιμωρίας γενικότερα.
Εξίσου ίσως θα ξάφνιαζε και η αγγλική λ. calm «κάλμα, νηνεμία». Κι αυτή προήλθε από ελληνική λέξη, το αρχ. καύμα, που δήλωνε τον καύσωνα και το θέρος, οδηγώντας συνεκδοχικά στη σημ. τής ηρεμίας τής θάλασσας, τής έλλειψης δυνατών ανέμων. Στην Αγγλική έφτασε η λέξη από το ιταλ. calma που ανάγεται σε όψιμο λατιν. cauma από το καύμα. Ότι η λ. ξαναγύρισε στην Ελληνική μέσω τής Ιταλικής ως κάλμα, δηλ. ως αντιδάνειο, είδαμε ότι αποτελεί συχνό φαινόμενο.
Το αρχ. πειρώμαι «προσπαθώ, αποπειρώμαι, τολμώ» έδωσε στη μεταγενέστερη Ελληνική τη λ. πειρατής που προφανώς θα σήμαινε αρχικά αυτόν που αποτολμά παράτολμα και παράνομα εγχειρήματα. Μέσω τού λατιν. pirata η λ. έδωσε το αγγλ. pirate.
Στην εκκλησιαστική γλώσσα μια σειρά από αγγλικές λέξεις προέρχονται από την Ελληνική, χωρίς αυτό να είναι αμέσως αισθητό στον μη ειδικό. Τέτοιες είναι οι αγγλικές λέξεις priest, clergy (και clerc), bishop, monk κ.ά. Συγκεκριμένα το ελλην. πρεσβύτερος (αρχική σημ. «γεροντότερος») έδωσε το όψιμο λατ. presbyter.
Από αυτό, με ορισμένες μεταβολές, προήλθε το αρχ. αγγλ. preost και κατόπιν το μεσαιων. αγγλ. preist, που έδωσε το νεότ. αγγλ. priest. Το ελλην. κληρικός (από τη λ. κλήρος) «αυτός που τού πέφτει ο κλήρος, που τού ανατίθεται ένα έργο» έδωσε το όψιμο λατιν. clericus απ' όπου τα αρχ. αγγλ. cleric και clerc. Από αυτά προήλθε το αγγλ. clerk «λόγιος» - «υπάλληλος εξουσιοδοτημένος με συγκεκριμένο έργο» - «απλός υπάλληλος».
Το αρχ. αγγλ. clerc έδωσε και τον εκκλησιαστικό όρο clergy «κληρικός, ιερωμένος».
Το ελλην. επίσκοπος είναι η λέξη απ' όπου προήλθε το αγγλ. bishop «επίσκοπος», μέσω τού όψιμου λατιν. episcopus, απ' όπου τα αρχ. αγγλ. bisceop και μεσαιων. αγγλ. bishhop που προηγήθηκαν τού νεότερου αγγλικού bishop.
Ως προς το αγγλ. monk «μοναχός» προήλθε από το μεταγεν. ελλην. μοναχός μέσω τού όψιμου λατιν. monachus, απ' όπου το αρχ. αγγλ. munuc και μετέπειτα το νεοτ. αγγλ. monk.
Το αγγλ. chart «χάρτης» αλλά και το card «κάρτα» προήλθαν από το ελλην. χάρτης.
Το bomb «βόμβα» από το αρχ. ελλην. βόμβος.
Το «πολύ αμερικάνικο» buffalo από το ελλην. βούβαλος.
Το ελλην. δίπλωμα (από διπλώνω, διπλούς) με τη σημ. «επίσημο έγγραφο» έδωσε το diploma και από αυτό το diplomat «διπλωμάτης» κ.ο.κ.
Όπως έγινε, ελπίζω, φανερό, ένα πλήθος από ξένες λέξεις, εν προκειμένω αγγλικές, έλκουν την καταγωγή τους από την ελληνική γλώσσα, απευθείας ή, πιο συχνά, μέσω τής λατινικής γλώσσας. Όσα γράφονται εδώ δεν δίδονται για να αποτελέσουν αφορμή κομπασμού αλλά ως νύξεις για γλωσσική αυτογνωσία και περίσκεψη, για το πόσα έχει κανείς να κερδίσει από μια ετυμολογική περιδιάβαση στους δρόμους τής γλώσσας μας.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Isiliel
Επιφανές μέλος
Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
14-05-10
13:04
Ακόμη καλύτερα! Έτσι μπορούμε να μελετήσουμε, τυχών παρεξηγημένες παρετυμολογίες και να μάθουμε περισσότερα!!!!Κολλάει, αλλά δυστυχώς οι συγκεκριμένες ετυμολογίες είναι λάθος.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.