Isiliel
Επιφανές μέλος
Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
06-10-10
12:49
Από σχετικό άρθρο του Θ. Μωυσιάδη στο Linguarium, που έρχεται να συμπληρώσει τη δημοσίευση του Μπαμπινιώτη:
Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να παρουσιάσω ορισμένες επί μέρους (ή επιμέρους;) επιβοηθητικές αρχές, οι οποίες ενδέχεται να στρέψουν την προσοχή σε παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπʼ όψιν, αν ποτέ υπάρξει ή αναγνωριστεί ως αρμόδια τέτοια ρυθμιστική αρχή, που να συντάξει σχετικό ορθογραφικό κανονισμό. Ο κατηρτισμένος αναγνώστης και ο ενημερωμένος φιλόλογος μπορούν να καταλογίσουν στον γράφοντα την επωφελή ή ενδεχομένως άσκοπη παράθεσή τους.
1) Η ενωμένη ή χωριστή γραφή δεν εξαρτάται από το αν τα συστατικά μέρη απαντούν αυτοτελώς ή μόνο ως δεσμευμένα μορφήματα.
Κοινές λέξεις όπως αιτία, ίσος, άλλος, τόσο, που δεν ενοχλούν όταν απαντούν ενωμένα στις γραφές εξαιτίας, εξίσου, εξάλλου, ωστόσο, ώσπου. Το κριτήριο αυτό δεν λειτουργεί, όταν έστω ένα από τα δύο (ή περισσότερα) συστατικά μέρη είναι μονάδα τού κοινού λεξιλογίου.
2) Αν η αρχή τής τονικής ενότητας παραβιάζεται, η χωριστή γραφή θα μπορούσε να προτιμηθεί.
Εφόσον η λέξη αποτελεί μία τονική ενότητα και στην Ελληνική δεν έχουμε το φαινόμενο του δευτερεύοντος τόνου (όπως π.χ. στη Γερμανική: aufsteigen /áufštáigen/ «ανεβαίνω»), είναι παροδηγητικό να υιοθετούμε ενωτική γραφή που αντιβαίνει στον πραγματικό τόνο. Επί παραδείγματι, η γραφή καθετί, που συστήνει η Νεοελληνική Γραμματική, δεν συμφωνεί με την πραγματική εκφορά τού στοιχείου, που είναι διλεκτική: κάθε τι (με τόνο και στα δύο τεμάχια). Ομοίως, η γραφή ολωσδιόλου ή τελοσπάντων παραθεωρεί ότι τα συστατικά τεμάχια εκφέρονται σχεδόν πάντοτε χωριστά: όλως διόλου, τέλος πάντων.
3) Η ενωμένη γραφή δεν πρέπει να παραβιάζει τους φωνολογικούς κανόνες τής Ελληνικής.
Όταν σχηματίζονται συμπλέγματα φθόγγων ανεπίτρεπτα για την Ελληνική, είναι καλό να προτιμούμε τη χωριστή γραφή. Κατά τούτο, οι γραφές ενμέρει, ενπρώτοις, ενπολλοίς, ενγένει αντιτίθενται στους φωνολογικούς κανόνες τής γλώσσας, διότι τα συμπλέγματα *νμ, *νπ, *νγ δεν είναι ανεκτά σε ελληνικές λέξεις και όποτε παρουσιάστηκαν, ακολούθησε πλήρης ή μερική αφομοίωση (π.χ. συν-μετέχω > συμμετέχω, εν-μένω > εμμένω, εν-πορος > έμπορος, εν-γράφω > εγγράφω). Συνεπώς, γράφουμε εν μέρει, εν πρώτοις, εν πολλοίς, εν γένει, εν πάση περιπτώσει κ.τ.ό.
4) Η ενωμένη γραφή δεν πρέπει να προκαλεί σύγχυση ως προς την αναγνώριση της μορφολογικής κατηγορίας στην οποία ανήκει η λέξη.
Λάθη όπως *τον επικεφαλή, *οι επικεφαλείς, *έχω υπόψει κ.τ.ό. μαρτυρούν ότι ο ομιλητής παρασύρεται από την ενωμένη γραφή και θεωρεί ότι η προθετική φράση επί κεφαλής είναι κλιτό όνομα, το δε υπʼ όψη / υπʼ όψιν είναι ενδεχομένως ρηματικό μόρφημα (κατά το έχω κόψει) ή ακόμη και όνομα (π.χ. *η υπόψη, *την υπόψη). Οι γραφές επί κεφαλής, υπʼ όψη / υπʼ όψιν εξαλείφουν κάθε πιθανότητα συγχύσεως. Η επιλογή τής ενωμένης γραφής καθαυτό συνήθως οδηγεί στην αθέτηση της συντακτικής σχέσης τού κατά με αιτιατική: καθʼ (ε)αυτόν, καθʼ αυτό.
5) Αν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς την παγίωση του συνδυασμού, η χωριστή γραφή είναι πάντοτε προτιμητέα.
Ενώ το εξάπαντος είναι ήδη αρχαίο, οι γραφές εξαδιαιρέτου, εξημισείας (Τσοπανάκης) παρουσιάζουν σαν απολίθωμα τις σχετικά πρόσφατες προθετικές φράσεις εξ αδιαιρέτου, εξ ημισείας (κυρίως του νομικού / συμβολαιογραφικού λεξιλογίου), ξαφνιάζοντας δυσάρεστα τον αναγνώστη.
Η ορθογραφική συνήθεια δεν μπορεί επίσης να παραβλεφθεί. Για λόγους που σχετίζονται με τη συχνότητα εμφανίσεως, την οπτική εικόνα και την κατάρτιση του εκάστοτε γράφοντος, συναντούμε συχνά τις γραφές καταρχήν, προπάντων, απευθείας, αλλά διστάζουμε να γράψουμε (ή γράφουμε σπανιότερα) καταρχάς, προπαντός, κατευθείαν. Η Νεοελληνική Γραμματική, μολονότι αντιμετώπισε ρεαλιστικά το ζήτημα και είχε κατά νου τη λογοτεχνική κυρίως πρακτική, δεν έθεσε αρχές που να εξασφαλίζουν ομοιογενή ρύθμιση, επωμίζοντας έτσι στους μεταγενεστέρους την ευθύνη να συζητήσουν τις παραμέτρους του.
Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να παρουσιάσω ορισμένες επί μέρους (ή επιμέρους;) επιβοηθητικές αρχές, οι οποίες ενδέχεται να στρέψουν την προσοχή σε παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπʼ όψιν, αν ποτέ υπάρξει ή αναγνωριστεί ως αρμόδια τέτοια ρυθμιστική αρχή, που να συντάξει σχετικό ορθογραφικό κανονισμό. Ο κατηρτισμένος αναγνώστης και ο ενημερωμένος φιλόλογος μπορούν να καταλογίσουν στον γράφοντα την επωφελή ή ενδεχομένως άσκοπη παράθεσή τους.
1) Η ενωμένη ή χωριστή γραφή δεν εξαρτάται από το αν τα συστατικά μέρη απαντούν αυτοτελώς ή μόνο ως δεσμευμένα μορφήματα.
Κοινές λέξεις όπως αιτία, ίσος, άλλος, τόσο, που δεν ενοχλούν όταν απαντούν ενωμένα στις γραφές εξαιτίας, εξίσου, εξάλλου, ωστόσο, ώσπου. Το κριτήριο αυτό δεν λειτουργεί, όταν έστω ένα από τα δύο (ή περισσότερα) συστατικά μέρη είναι μονάδα τού κοινού λεξιλογίου.
2) Αν η αρχή τής τονικής ενότητας παραβιάζεται, η χωριστή γραφή θα μπορούσε να προτιμηθεί.
Εφόσον η λέξη αποτελεί μία τονική ενότητα και στην Ελληνική δεν έχουμε το φαινόμενο του δευτερεύοντος τόνου (όπως π.χ. στη Γερμανική: aufsteigen /áufštáigen/ «ανεβαίνω»), είναι παροδηγητικό να υιοθετούμε ενωτική γραφή που αντιβαίνει στον πραγματικό τόνο. Επί παραδείγματι, η γραφή καθετί, που συστήνει η Νεοελληνική Γραμματική, δεν συμφωνεί με την πραγματική εκφορά τού στοιχείου, που είναι διλεκτική: κάθε τι (με τόνο και στα δύο τεμάχια). Ομοίως, η γραφή ολωσδιόλου ή τελοσπάντων παραθεωρεί ότι τα συστατικά τεμάχια εκφέρονται σχεδόν πάντοτε χωριστά: όλως διόλου, τέλος πάντων.
3) Η ενωμένη γραφή δεν πρέπει να παραβιάζει τους φωνολογικούς κανόνες τής Ελληνικής.
Όταν σχηματίζονται συμπλέγματα φθόγγων ανεπίτρεπτα για την Ελληνική, είναι καλό να προτιμούμε τη χωριστή γραφή. Κατά τούτο, οι γραφές ενμέρει, ενπρώτοις, ενπολλοίς, ενγένει αντιτίθενται στους φωνολογικούς κανόνες τής γλώσσας, διότι τα συμπλέγματα *νμ, *νπ, *νγ δεν είναι ανεκτά σε ελληνικές λέξεις και όποτε παρουσιάστηκαν, ακολούθησε πλήρης ή μερική αφομοίωση (π.χ. συν-μετέχω > συμμετέχω, εν-μένω > εμμένω, εν-πορος > έμπορος, εν-γράφω > εγγράφω). Συνεπώς, γράφουμε εν μέρει, εν πρώτοις, εν πολλοίς, εν γένει, εν πάση περιπτώσει κ.τ.ό.
4) Η ενωμένη γραφή δεν πρέπει να προκαλεί σύγχυση ως προς την αναγνώριση της μορφολογικής κατηγορίας στην οποία ανήκει η λέξη.
Λάθη όπως *τον επικεφαλή, *οι επικεφαλείς, *έχω υπόψει κ.τ.ό. μαρτυρούν ότι ο ομιλητής παρασύρεται από την ενωμένη γραφή και θεωρεί ότι η προθετική φράση επί κεφαλής είναι κλιτό όνομα, το δε υπʼ όψη / υπʼ όψιν είναι ενδεχομένως ρηματικό μόρφημα (κατά το έχω κόψει) ή ακόμη και όνομα (π.χ. *η υπόψη, *την υπόψη). Οι γραφές επί κεφαλής, υπʼ όψη / υπʼ όψιν εξαλείφουν κάθε πιθανότητα συγχύσεως. Η επιλογή τής ενωμένης γραφής καθαυτό συνήθως οδηγεί στην αθέτηση της συντακτικής σχέσης τού κατά με αιτιατική: καθʼ (ε)αυτόν, καθʼ αυτό.
5) Αν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς την παγίωση του συνδυασμού, η χωριστή γραφή είναι πάντοτε προτιμητέα.
Ενώ το εξάπαντος είναι ήδη αρχαίο, οι γραφές εξαδιαιρέτου, εξημισείας (Τσοπανάκης) παρουσιάζουν σαν απολίθωμα τις σχετικά πρόσφατες προθετικές φράσεις εξ αδιαιρέτου, εξ ημισείας (κυρίως του νομικού / συμβολαιογραφικού λεξιλογίου), ξαφνιάζοντας δυσάρεστα τον αναγνώστη.
Η ορθογραφική συνήθεια δεν μπορεί επίσης να παραβλεφθεί. Για λόγους που σχετίζονται με τη συχνότητα εμφανίσεως, την οπτική εικόνα και την κατάρτιση του εκάστοτε γράφοντος, συναντούμε συχνά τις γραφές καταρχήν, προπάντων, απευθείας, αλλά διστάζουμε να γράψουμε (ή γράφουμε σπανιότερα) καταρχάς, προπαντός, κατευθείαν. Η Νεοελληνική Γραμματική, μολονότι αντιμετώπισε ρεαλιστικά το ζήτημα και είχε κατά νου τη λογοτεχνική κυρίως πρακτική, δεν έθεσε αρχές που να εξασφαλίζουν ομοιογενή ρύθμιση, επωμίζοντας έτσι στους μεταγενεστέρους την ευθύνη να συζητήσουν τις παραμέτρους του.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.