Isiliel
Επιφανές μέλος
Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
15-09-09
13:26
Thank you. Κι εγώ είμαι της ίδιας άποψης, αλλά επειδή διορθώνω μετάφραση άλλου, καλού-κακού είπα να το τσεκάρω.
Εάν υπάρχουν ενστάσεις, say them now, or forever hold your silence
Εάν υπάρχουν ενστάσεις, say them now, or forever hold your silence
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Isiliel
Επιφανές μέλος
Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
15-09-09
13:21
Ερώτηξής: Πώς θα μεταφράζατε αυτό το όνομα:
Etcoff
Έτκοφ ή Έτσκοφ ?
Etcoff
Έτκοφ ή Έτσκοφ ?
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Isiliel
Επιφανές μέλος
Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
24-04-09
13:22
Ξέρει κανείς πώς μεταφράζεται η ακόλουθη πάθηση:
schizoaffective or bipolar disorder
bipolar disorder ξέρω πως είναι η διπολική διαταραχή.
Επίσης mental illness, διανοητική ή ψυχική ασθένεια; Πώς το μεταφράζω;
Το λεξικό με μπέρδεψε χειρότερα:
mental[mEntl] επίθ. (δια) νοητικός, πνευματικός, "ψυχικός": mental cruelty ψυχική σκληρότητα § mental defective διανοητικά καθυστερημένος § mental handicap πνευματική αναπηρία # νοερός: mental arithmetic νοεροί υπολογισμοί # ψυχοπαθολογικός: mental home ψυχιατρική κλινική # ανατ. γενειακός, πωγωνικός # ουσ. ιδ. ανισόρροπος, παλαβός: he must be mental to behave like that πρέπει να είναι ανισόρροπος για να συμπεριφέρεται έτσι # ΦΡ. mental alienation παραφροσύνη § mental outlook ψυχοσύνθεση, νοοτροπία § mental reservation ενδόμυχη ή κρυφή επιφύλαξη
schizoaffective or bipolar disorder
bipolar disorder ξέρω πως είναι η διπολική διαταραχή.
Επίσης mental illness, διανοητική ή ψυχική ασθένεια; Πώς το μεταφράζω;
Το λεξικό με μπέρδεψε χειρότερα:
mental[mEntl] επίθ. (δια) νοητικός, πνευματικός, "ψυχικός": mental cruelty ψυχική σκληρότητα § mental defective διανοητικά καθυστερημένος § mental handicap πνευματική αναπηρία # νοερός: mental arithmetic νοεροί υπολογισμοί # ψυχοπαθολογικός: mental home ψυχιατρική κλινική # ανατ. γενειακός, πωγωνικός # ουσ. ιδ. ανισόρροπος, παλαβός: he must be mental to behave like that πρέπει να είναι ανισόρροπος για να συμπεριφέρεται έτσι # ΦΡ. mental alienation παραφροσύνη § mental outlook ψυχοσύνθεση, νοοτροπία § mental reservation ενδόμυχη ή κρυφή επιφύλαξη
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.