10-07-19
12:14
Οι γλώσσες δεν χάνονται. Εξελίσσονται. Είναι ζωντανοί οργανισμοί. Η παλαιότερη μορφή μίας γλώσσας δεν είναι "πλουσιότερη" ή "καθαρότερη" – η γλώσσα που μιλάμε τώρα, είναι ακριβώς αυτή που χρειαζόμαστε. Ένα εργαλείο. Δεν έχει σχέση ούτε με διάνοια, ούτε με τίποτα, είναι κώδικας επικοινωνίας και πάνω σε αυτόν στηρίζεται όλη η γνώση μας για τον κόσμο και αυτά που ο κόσμος περιλαμβάνει.
Θα σταθώ λίγο στις Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, στο γιατί ονομάζονται Ινδοευρωπαϊκές και γιατί έχουν κοινή καταγωγή, παραθέτοντας ό,τι έχω εύκαιρο σήμερα.
1. John Lyons, Εισαγωγή στη Θεωρητική Γλωσσολογία, Μεταίχμιο,
"Σε αυτά τα συμφραζόμενα, ο όρος «συγγένεια» αναφέρεται, όπως συνηθίζεται στη γλωσσολογία, σε κάποια ιστορική ή «γενετική» συγγένεια. Το να πούμε ότι δύο γλώσσες έχουν συγγένεια είναι ισοδύναμο με το να πούμε ότι έχουν εξελιχθεί από κάποια προγενέστερη μορφή μίας και μόνης γλώσσας. Μπορούμε επίσης να πούμε το ίδιο πράγμα λέγοντας οτι ανήκουν στην ίδια γλωσσική οικογένεια. Οι περισσότερες από τις γλώσσες της Ευρώπης και πολλές από τις γλώσσες της Ασίας ανήκουν σ' αυτό που ονομάζεται ινδοευρωπαϊκή οικογένεια. Μέσα σ' αυτή την ευρύτερη οικογένεια ωστόσο, υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί κλάδοι ή υποοικογένειες [...]", σελ. 48.
"Στα τέλη του 18ου αιώνα, ανακαλύφθηκε ότι τα σανσκριτικά, η αρχαία και ιερή γλώσσα της Ινδίας, σχετίζονταν με τα λατινικά, τα ελληνικά και άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Αυτή η ανακάλυψη έγινε μεμονωμένα και ανεξάρτητα από μερικούς λόγιους. Ο πιο σημαντικός από αυτούς ήταν ο βρετανός ανατολιστής Sir William Jones, ο οποίος το 1786 έκανε τη δήλωση, που από τότε έχει γίνει διάσημη, ότι η σανσκριτική έχει με την ελληνική και τη λατινική «συγγένεια, τόσο στις ρηματικές ρίζες όσο και στους γραμματικούς τύπους, μεγαλύτερη από αυτή που θα μπορούσε ενδεχομένως να προκύψει τυχαία· μάλιστα τόσο μεγάλη, που κανένας μελετητής δεν θα μπορούσε να τις εξετάσει και τις τρεις χωρίς να πιστεύει ότι ξεπήφησαν από μία κοινή πηγή, που, ίσως, πλέον δεν υπάρχει»", σελ. 51.
"[...] η ινδοευρωπαϊκή οικογένεια κατέχει, και ίσως θα κατέχει πάντα, κυρίαρχη θέση στην ιστορική και συγκριτική μελέτη των γλωσσών. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες έχουν οι ίδιες κάποιες εσωτερικές ιδιότητες, αλλά απλά επειδή πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες έχουν πολύ παλιά γραπτά μνημεία, με ιστορία εκατοντάδων ή και χιλιάδων χρόνων. Εφόσον οι συγγενικές γλώσσες είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος αποκλίνουσες μορφές κάποιας προγενέστερης μορφής μίας και μόνης γλώσσας, όσο πιο μακριά πηγαίνουμε πίσω στο χρόνο τόσο λιγότερες διαφορές θα βρίσκουμε ανάμεσα στις συγκρινόμενες γλώσσες", σελ. 52.
"Το 1822, ο Jacob Grimm, ακολουθώντας τον δανό μελετητή Rasmus Rask, έδειξε, για παράδειγμα, ότι οι γερμανικές γλώσσες συχνά είχαν: (i) ένα f εκεί που άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (πχ. τα λατινικά ή τα ελληνικά) είχαν p, (ii) ένα p εκεί που άλλες γλώσσες είχαν b, (iii) ένα θ εκεί που άλλες γλώσσες είχαν ti, (iv) ένα t εκεί που άλλες γλώσσες είχαν d", σελ. 54.
[υπάρχει ικανοποιητικός πίνακας στην Wikipedia]
Στη συνέχεια, έχουμε το νόμο το Verner (και ακολούθησαν και άλλοι «φωνητικοί νόμοι» με τους οποίους ο Lyons δεν ασχολείται εις βάθος στο πρώτο κεφάλαιο αλλά τους παραθέτει αργότερα, κάποιους):
"Ο Verner υπέθεσε ότι τα σανσκριτικά είχαν διατηρήσει τη θέση του αρχικού ινδοευρωπαϊκού λεξικού τόνου και ότι η γερμανική «φθογγική αλλαγή» σημειώθηκε πριν μετατεθεί ο τόνος στην αρκτική θέση της λέξης σε κάποια παλαιότερη περίοδο της γερμανικής γλώσσας", σελ. 56.
2. Walter Burkert, Greek Religion, Harvard University Press
(εγώ παραπέμπω στην ηλεκτρονική, αγγλόφωνη έκδοση επειδή βαριέμαι να πληκτρολογώ από την ελληνική, οπότε η αρίθμηση σελίδων ενδεχομένως να είναι διαφορετική από εκείνη του paperback)
"Ιt has long been known that the Greek language is so closely related to a group of other languages from Europe and Asia that it is possible to reconstruct a common proto-language, Indo-European or Indo-Germanic, down to the details of phonetics, inflection, and word-formation. The common features are most apparent in the two languages which for a long time were the earliest known: Homeric Greek and Vedic Sanskrit. The discovery of Hittite and the related Anatolian languages, which now lead back into the first half of the second millennium, has complicated the issues but in essence confirmed the reconstruction. It is a compelling conclusion that the reconstructed language was once spoken by a people, a group or groups of Indo-Europeans. This people split into groups which penetrated into India, Asia Minor, and Greece as well as Italy and western and northern Europe. In the course of these migrations the individual languages as they are known developed from the common proto-language. The appearance of the Hittites sets a lower date to this process of differentiation. At the other end of the scale, the time when a common language was spoken cannot be pushed further and further back into prehistory; the inevitable linguistic change in an age in which writing was unknown would have meant that Vedic and Greek, for example, would have diverged to the point where their common origin became unrecognizable. The date cannot be placed much earlier than the first half of the third millennium.
There is no agreement on what these postulates mean in concrete historical terms, that is, in terms of an Indo-European homeland, which would mean attributing an archaeologically identifiable stratum of Neolithic culture to the Indo-European people. Theories range from the Altai mountains to northern Germany; there is no hope of a conclusive answer. Greece, at all events, like Italy, Anatolia, and India, only came under Indo-European influence during the migrations of the Bronze Age. Nevertheless, the arrival of the Greeks in Greece, or, more precisely, the immigration of a people bearing a language derived from Indo-European and known to us as the language of the Hellenes, as Greek, is a question scarcely less controversial, even if somewhat more defined.3 The Greek language is first encountered in the fourteenth century in the Linear B texts.”, p. 38-39.
"The vocabulary of Indo-European enshrines a spiritual world in which value structures, social divisions, and also religious ideas may be discerned. Evident is the patriarchal organization, the central position of the father within the extended family; agriculture is known, but pasturage, cattle and horses are much more important. This leads one to imagine warlike nomads or semi-nomads living on the periphery of the unfolding high civilizations in which they could then assert themselves as masters. In matters of detail, of course, specific problems arise from case to case: there are shifts in meaning in the individual words, separate developments, parallel developments and borrowings; the vocabulary common to all Indo-European languages is minimal. In the case of the religious vocabulary there is the added complication that the same word will not infrequently appear in one language in an unequivocally sacred sense and in another language in a profane and everyday sense: the religious usage need not necessarily be the earlier.", p. 40-41.
3. J. M. Roberts, Παγκόσμια Ιστορία (Α' Τόμος), Οδυσσέας
"Περίπου το 2000 π.Χ., οι λαοί που οι γλώσσες τους εντάσσονται στη λεγόμενη «ινδοευρωπαϊκή» ομάδα εισβάλλουν στο προσκήνιο [...]", p. 78.
Από εκεί και πέρα, το έργο ζωής του Dumézil έχει επικεντρωθεί στη συγκριτική μυθολογία, σε μοτίβα και σε λειτουργίες που επανέρχονται σε όλους τους λαούς των οποίων η γλώσσα και η θρησκεία έχουν ινδοευρωπαϊκή καταγωγή. Δεν μπορώ να παραθέσω κάτι επειδή δεν έχω τα βιβλία μπροστά μου αυτή τη στιγμή, αλλά μπορώ να μοιραστώ ενδεικτικά τίτλους (copy-paste από το λήμμα της Wikipedia οι τίτλοι, γιατί βαριέμαι να πληκτρολογώ από λίστες βιβλιογραφίας, ενημερώνω):
L'Idéologie tripartite des Indo-Européens, 1958, Latomus.
Mythe et Épopée (όπου και στους τρεις τόμους ασχολείται με τριμερείς διακρίσεις/λειτουργίες στην θρησκευτική/κοινωνική οργάνωση των λαών με ινδοευρωπαϊκή γλώσσα/θρησκεία – η πιο γνωστή εφαρμογή αυτής της θεωρίας γίνεται στην κοινωνία της αρχαίας Ρώμης)
Heur et Malheur du guerrier, aspects de la fonction guerrière chez les Indo-Européens, 1969, Presses Universitaires de France
Από εκεί και πέρα, ο τομέας της συγκριτικής μυθολογίας (και της ιστορικής γλωσσολογίας) είναι γεμάτος με τίτλους και έρευνες πάνω στο θέμα. Αυτά που αναφέρω εγώ είναι απλά ενδεικτικά. Απαιτούν, σαφώς, το χρόνο τους, για να τα διαβάσεις, να ψάξεις τις παραπομπές και τη βιβλιογραφία τους – δεν αποδομούνται ούτε απορρίπτονται απλά και ξάστερα, αν κάποιο άτομο το κατάφερνε αυτό θα έπρεπε να του δώσουν άμεσα διδακτορικό honoris causa. Από το Harvard ή απ' την Οξφόρδη ή απ' την Σορβόννη, κοντολογίς απ' τα πανεπιστήμια των οποίων το ερευνητικό προσωπικό άνοιξε νέους δρόμους στην συγκριτική μυθολογία και στο τι σκεφτόμαστε όταν ακούμε "ινδοευρωπαϊκές γλώσσες".
Και για να μοιραστώ κι εγώ μία προσωπική εμπειρία: μεγάλωσα ακούγοντας δύο γλώσσες, παρότι η πρώτη και κυρίαρχη γλώσσα μου είναι τα ελληνικά. Στο μυαλό μου, οι δύο γλώσσες αποτελούν δύο διακριτά γλωσσικά συστήματα, καθένα με τις απαιτήσεις του και το "σύμπαν" του. Ποτέ δεν ένιωσα ότι η δεύτερή μου γλώσσα δεν εκφράζει καλά κάτι που εκφράζει η πρώτη (μάλλον το αντίθετο, συχνά). Δεν έχω αισθανθεί ποτέ καμία "ακαμψία" στη δεύτερή μου γλώσσα, όταν διαβάζω ποιήματα σε αυτή ανατριχιάζω, όπως ανατριχιάζω και με το Σεφέρη, με τον Ελύτη ή με το Ρίτσο. Η γλωσσική ικανότητα δεν έχει σχέση με "πλαστικότητες" και "εννοιολογικούς ορίζοντες". Το βασικό είναι πώς την καλλιεργείς και πώς την χρησιμοποιείς. Κι εκεί περνάμε στη λογοτεχνικότητα, στη λογοτεχνική γλώσσα, που ουδεμία σχέση εχει με πλούτο και με μη πλούτο γλωσσών. Για να πάρω ένα αγαπημένο παράδειγμα, τα ομηρικά έπη δεν μας αρέσουν λόγω της γλώσσας τους (παρότι κι εμένα, όταν τα διαβάζω, μου αρέσει η γλώσσα τους και αρέσει και σε πολύ άλλο κόσμο και τη μελετάει πολύς κόσμος) – μας αρέσουν κυρίως επειδή κατορθώνουν να χωρέσουν μέσα τους ολόκληρο το φαντασιακό ενός λαού που αναρωτιόταν τι να υπάρχει πέρα απ' τον ορίζοντα και πέρα απ' τα μέρη με τα οποία είχε εμπορικές σχέσεις (αναφέρομαι κυρίως στην Οδύσσεια). Άλλωστε, ως ανθρώπινο είδος, ήδη απ' το Έπος του Γίλγαμες είχαμε δείξει μία ιδιαίτερη συμπάθεια προς τις λογοτεχνικές αφηγήσεις και προς τα παραμύθια. Για να μη μιλήσω και για τη γιγάντια, ανεξάντλητη και μαγική πηγή ιστοριών απόλυτη πρόσβαση στην οποία δεν θα αποκτήσουμε ποτέ, την προφορική παράδοση.
[πάλι εκτός θέματος – και με σεντόνι αυτή τη φορά, ζητώ συγγνώμη ]
Θα σταθώ λίγο στις Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, στο γιατί ονομάζονται Ινδοευρωπαϊκές και γιατί έχουν κοινή καταγωγή, παραθέτοντας ό,τι έχω εύκαιρο σήμερα.
1. John Lyons, Εισαγωγή στη Θεωρητική Γλωσσολογία, Μεταίχμιο,
"Σε αυτά τα συμφραζόμενα, ο όρος «συγγένεια» αναφέρεται, όπως συνηθίζεται στη γλωσσολογία, σε κάποια ιστορική ή «γενετική» συγγένεια. Το να πούμε ότι δύο γλώσσες έχουν συγγένεια είναι ισοδύναμο με το να πούμε ότι έχουν εξελιχθεί από κάποια προγενέστερη μορφή μίας και μόνης γλώσσας. Μπορούμε επίσης να πούμε το ίδιο πράγμα λέγοντας οτι ανήκουν στην ίδια γλωσσική οικογένεια. Οι περισσότερες από τις γλώσσες της Ευρώπης και πολλές από τις γλώσσες της Ασίας ανήκουν σ' αυτό που ονομάζεται ινδοευρωπαϊκή οικογένεια. Μέσα σ' αυτή την ευρύτερη οικογένεια ωστόσο, υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί κλάδοι ή υποοικογένειες [...]", σελ. 48.
"Στα τέλη του 18ου αιώνα, ανακαλύφθηκε ότι τα σανσκριτικά, η αρχαία και ιερή γλώσσα της Ινδίας, σχετίζονταν με τα λατινικά, τα ελληνικά και άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Αυτή η ανακάλυψη έγινε μεμονωμένα και ανεξάρτητα από μερικούς λόγιους. Ο πιο σημαντικός από αυτούς ήταν ο βρετανός ανατολιστής Sir William Jones, ο οποίος το 1786 έκανε τη δήλωση, που από τότε έχει γίνει διάσημη, ότι η σανσκριτική έχει με την ελληνική και τη λατινική «συγγένεια, τόσο στις ρηματικές ρίζες όσο και στους γραμματικούς τύπους, μεγαλύτερη από αυτή που θα μπορούσε ενδεχομένως να προκύψει τυχαία· μάλιστα τόσο μεγάλη, που κανένας μελετητής δεν θα μπορούσε να τις εξετάσει και τις τρεις χωρίς να πιστεύει ότι ξεπήφησαν από μία κοινή πηγή, που, ίσως, πλέον δεν υπάρχει»", σελ. 51.
"[...] η ινδοευρωπαϊκή οικογένεια κατέχει, και ίσως θα κατέχει πάντα, κυρίαρχη θέση στην ιστορική και συγκριτική μελέτη των γλωσσών. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες έχουν οι ίδιες κάποιες εσωτερικές ιδιότητες, αλλά απλά επειδή πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες έχουν πολύ παλιά γραπτά μνημεία, με ιστορία εκατοντάδων ή και χιλιάδων χρόνων. Εφόσον οι συγγενικές γλώσσες είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος αποκλίνουσες μορφές κάποιας προγενέστερης μορφής μίας και μόνης γλώσσας, όσο πιο μακριά πηγαίνουμε πίσω στο χρόνο τόσο λιγότερες διαφορές θα βρίσκουμε ανάμεσα στις συγκρινόμενες γλώσσες", σελ. 52.
"Το 1822, ο Jacob Grimm, ακολουθώντας τον δανό μελετητή Rasmus Rask, έδειξε, για παράδειγμα, ότι οι γερμανικές γλώσσες συχνά είχαν: (i) ένα f εκεί που άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (πχ. τα λατινικά ή τα ελληνικά) είχαν p, (ii) ένα p εκεί που άλλες γλώσσες είχαν b, (iii) ένα θ εκεί που άλλες γλώσσες είχαν ti, (iv) ένα t εκεί που άλλες γλώσσες είχαν d", σελ. 54.
[υπάρχει ικανοποιητικός πίνακας στην Wikipedia]
Στη συνέχεια, έχουμε το νόμο το Verner (και ακολούθησαν και άλλοι «φωνητικοί νόμοι» με τους οποίους ο Lyons δεν ασχολείται εις βάθος στο πρώτο κεφάλαιο αλλά τους παραθέτει αργότερα, κάποιους):
"Ο Verner υπέθεσε ότι τα σανσκριτικά είχαν διατηρήσει τη θέση του αρχικού ινδοευρωπαϊκού λεξικού τόνου και ότι η γερμανική «φθογγική αλλαγή» σημειώθηκε πριν μετατεθεί ο τόνος στην αρκτική θέση της λέξης σε κάποια παλαιότερη περίοδο της γερμανικής γλώσσας", σελ. 56.
2. Walter Burkert, Greek Religion, Harvard University Press
(εγώ παραπέμπω στην ηλεκτρονική, αγγλόφωνη έκδοση επειδή βαριέμαι να πληκτρολογώ από την ελληνική, οπότε η αρίθμηση σελίδων ενδεχομένως να είναι διαφορετική από εκείνη του paperback)
"Ιt has long been known that the Greek language is so closely related to a group of other languages from Europe and Asia that it is possible to reconstruct a common proto-language, Indo-European or Indo-Germanic, down to the details of phonetics, inflection, and word-formation. The common features are most apparent in the two languages which for a long time were the earliest known: Homeric Greek and Vedic Sanskrit. The discovery of Hittite and the related Anatolian languages, which now lead back into the first half of the second millennium, has complicated the issues but in essence confirmed the reconstruction. It is a compelling conclusion that the reconstructed language was once spoken by a people, a group or groups of Indo-Europeans. This people split into groups which penetrated into India, Asia Minor, and Greece as well as Italy and western and northern Europe. In the course of these migrations the individual languages as they are known developed from the common proto-language. The appearance of the Hittites sets a lower date to this process of differentiation. At the other end of the scale, the time when a common language was spoken cannot be pushed further and further back into prehistory; the inevitable linguistic change in an age in which writing was unknown would have meant that Vedic and Greek, for example, would have diverged to the point where their common origin became unrecognizable. The date cannot be placed much earlier than the first half of the third millennium.
There is no agreement on what these postulates mean in concrete historical terms, that is, in terms of an Indo-European homeland, which would mean attributing an archaeologically identifiable stratum of Neolithic culture to the Indo-European people. Theories range from the Altai mountains to northern Germany; there is no hope of a conclusive answer. Greece, at all events, like Italy, Anatolia, and India, only came under Indo-European influence during the migrations of the Bronze Age. Nevertheless, the arrival of the Greeks in Greece, or, more precisely, the immigration of a people bearing a language derived from Indo-European and known to us as the language of the Hellenes, as Greek, is a question scarcely less controversial, even if somewhat more defined.3 The Greek language is first encountered in the fourteenth century in the Linear B texts.”, p. 38-39.
"The vocabulary of Indo-European enshrines a spiritual world in which value structures, social divisions, and also religious ideas may be discerned. Evident is the patriarchal organization, the central position of the father within the extended family; agriculture is known, but pasturage, cattle and horses are much more important. This leads one to imagine warlike nomads or semi-nomads living on the periphery of the unfolding high civilizations in which they could then assert themselves as masters. In matters of detail, of course, specific problems arise from case to case: there are shifts in meaning in the individual words, separate developments, parallel developments and borrowings; the vocabulary common to all Indo-European languages is minimal. In the case of the religious vocabulary there is the added complication that the same word will not infrequently appear in one language in an unequivocally sacred sense and in another language in a profane and everyday sense: the religious usage need not necessarily be the earlier.", p. 40-41.
3. J. M. Roberts, Παγκόσμια Ιστορία (Α' Τόμος), Οδυσσέας
"Περίπου το 2000 π.Χ., οι λαοί που οι γλώσσες τους εντάσσονται στη λεγόμενη «ινδοευρωπαϊκή» ομάδα εισβάλλουν στο προσκήνιο [...]", p. 78.
Από εκεί και πέρα, το έργο ζωής του Dumézil έχει επικεντρωθεί στη συγκριτική μυθολογία, σε μοτίβα και σε λειτουργίες που επανέρχονται σε όλους τους λαούς των οποίων η γλώσσα και η θρησκεία έχουν ινδοευρωπαϊκή καταγωγή. Δεν μπορώ να παραθέσω κάτι επειδή δεν έχω τα βιβλία μπροστά μου αυτή τη στιγμή, αλλά μπορώ να μοιραστώ ενδεικτικά τίτλους (copy-paste από το λήμμα της Wikipedia οι τίτλοι, γιατί βαριέμαι να πληκτρολογώ από λίστες βιβλιογραφίας, ενημερώνω):
L'Idéologie tripartite des Indo-Européens, 1958, Latomus.
Mythe et Épopée (όπου και στους τρεις τόμους ασχολείται με τριμερείς διακρίσεις/λειτουργίες στην θρησκευτική/κοινωνική οργάνωση των λαών με ινδοευρωπαϊκή γλώσσα/θρησκεία – η πιο γνωστή εφαρμογή αυτής της θεωρίας γίνεται στην κοινωνία της αρχαίας Ρώμης)
Heur et Malheur du guerrier, aspects de la fonction guerrière chez les Indo-Européens, 1969, Presses Universitaires de France
Από εκεί και πέρα, ο τομέας της συγκριτικής μυθολογίας (και της ιστορικής γλωσσολογίας) είναι γεμάτος με τίτλους και έρευνες πάνω στο θέμα. Αυτά που αναφέρω εγώ είναι απλά ενδεικτικά. Απαιτούν, σαφώς, το χρόνο τους, για να τα διαβάσεις, να ψάξεις τις παραπομπές και τη βιβλιογραφία τους – δεν αποδομούνται ούτε απορρίπτονται απλά και ξάστερα, αν κάποιο άτομο το κατάφερνε αυτό θα έπρεπε να του δώσουν άμεσα διδακτορικό honoris causa. Από το Harvard ή απ' την Οξφόρδη ή απ' την Σορβόννη, κοντολογίς απ' τα πανεπιστήμια των οποίων το ερευνητικό προσωπικό άνοιξε νέους δρόμους στην συγκριτική μυθολογία και στο τι σκεφτόμαστε όταν ακούμε "ινδοευρωπαϊκές γλώσσες".
Και για να μοιραστώ κι εγώ μία προσωπική εμπειρία: μεγάλωσα ακούγοντας δύο γλώσσες, παρότι η πρώτη και κυρίαρχη γλώσσα μου είναι τα ελληνικά. Στο μυαλό μου, οι δύο γλώσσες αποτελούν δύο διακριτά γλωσσικά συστήματα, καθένα με τις απαιτήσεις του και το "σύμπαν" του. Ποτέ δεν ένιωσα ότι η δεύτερή μου γλώσσα δεν εκφράζει καλά κάτι που εκφράζει η πρώτη (μάλλον το αντίθετο, συχνά). Δεν έχω αισθανθεί ποτέ καμία "ακαμψία" στη δεύτερή μου γλώσσα, όταν διαβάζω ποιήματα σε αυτή ανατριχιάζω, όπως ανατριχιάζω και με το Σεφέρη, με τον Ελύτη ή με το Ρίτσο. Η γλωσσική ικανότητα δεν έχει σχέση με "πλαστικότητες" και "εννοιολογικούς ορίζοντες". Το βασικό είναι πώς την καλλιεργείς και πώς την χρησιμοποιείς. Κι εκεί περνάμε στη λογοτεχνικότητα, στη λογοτεχνική γλώσσα, που ουδεμία σχέση εχει με πλούτο και με μη πλούτο γλωσσών. Για να πάρω ένα αγαπημένο παράδειγμα, τα ομηρικά έπη δεν μας αρέσουν λόγω της γλώσσας τους (παρότι κι εμένα, όταν τα διαβάζω, μου αρέσει η γλώσσα τους και αρέσει και σε πολύ άλλο κόσμο και τη μελετάει πολύς κόσμος) – μας αρέσουν κυρίως επειδή κατορθώνουν να χωρέσουν μέσα τους ολόκληρο το φαντασιακό ενός λαού που αναρωτιόταν τι να υπάρχει πέρα απ' τον ορίζοντα και πέρα απ' τα μέρη με τα οποία είχε εμπορικές σχέσεις (αναφέρομαι κυρίως στην Οδύσσεια). Άλλωστε, ως ανθρώπινο είδος, ήδη απ' το Έπος του Γίλγαμες είχαμε δείξει μία ιδιαίτερη συμπάθεια προς τις λογοτεχνικές αφηγήσεις και προς τα παραμύθια. Για να μη μιλήσω και για τη γιγάντια, ανεξάντλητη και μαγική πηγή ιστοριών απόλυτη πρόσβαση στην οποία δεν θα αποκτήσουμε ποτέ, την προφορική παράδοση.
[πάλι εκτός θέματος – και με σεντόνι αυτή τη φορά, ζητώ συγγνώμη ]
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 5 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
09-07-19
14:48
Έτσι έγινε και με το <<néant>> που πράγματι απέχει σημασιολογικώς από το <<rien>>, αλλά το ίδιο δεν συμβαίνει και με το τίποτα, το ουδέν, το καθόλου, το μηδέν κλπ κλπ. Το <<néant>> λοιπόν είναι το απόλυτο μη-δεν και ορθώς το <<rien >> μεταφράζεται με το <<τίποτα>> και -μες την γλωσσική τους ένδεια- οι Γάλλοι προσθέτουν το <<όλον>> για να εκφράσουν το καθόλου (rien du tout).
Το néant δεν μπορεί να αποδοθεί ικανοποιητικά με τίποτα από αυτά, το δε μηδέν το κρατάμε για τη θεωρία της λογοτεχνίας, δε γίνεται να μπερδεύουμε τους όρους. Η différance επίσης δεν μπορεί να αποδοθεί ικανοποιητικά, σίγουρα όχι με τον όρο διαφωρά, στα ελληνικά. Αντίστοιχα στη Φαινομενολογία (γιατί για φαινομενολογικούς όρους μιλάμε τόση ώρα) δεν μπορεί να αποδοθεί το Dasein. Ή, για να πάμε στην μη-τυπική απαρχή της Φαινομενολογίας, το καρτεσιανό cogito. Απαιτείται η διατήρηση της γαλλικής, της γερμανικής, της λατινικής ορολογίας αντίστοιχα.
Δεν μπορούμε να υπονοούμε πως υπάρχουν "ανώτερες" και "κατώτερες" γλώσσες ούτε πως ο "πλούτος" ή η "ένδεια" μιας γλώσσας καθορίζεται από το πόσα λήμματα υπάρχουν σε ένα λεξικό. Οι γλώσσες είναι, στη βάση τους, αυθαίρετα εργαλεία επικοινωνίας και, στη συνέχεια, απλώς εργαλεία επικοινωνίας που εξελίσσονται και σμιλεύονται από τις κοινότητες φυσικών ομιλητών/ομιλητριών. Δεν υφίσταται κανένας απολύτως "ξεπεσμός" της ελληνικής γλώσσας – η γλωσσική κοινότητα τη χρησιμοποιεί, η γλωσσική κοινότητα την εξελίσσει, μη συνειδητά, μέσα απ' όσα παραδοσιακά θεωρούνται "λάθη". Επειδή μπορεί. Επειδή αυτός είναι ο μηχανισμός που έδωσε σε κάθε γλώσσα τη σημερινή μορφή της και στο μέλλον πιθανότατα θα της δώσει κάποια άλλη.
Για όλα τα υπόλοιπα, παραπέμπω στον αγαπημένο Σαραντάκο. Τα έχει θέσει αυτά τα ζητήματα πολύ καλύτερα απ' όσο θα μπορούσα εγώ:
https://www.sarantakos.com/language/tzirop.html
https://sarantakos.wordpress.com/2014/10/20/haikalis/
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 5 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
08-07-19
11:08
Ένας γνωστός μου γλωσσολόγος είχε γράψει ένα άρθρο για αμετάφραστες λέξεις (δεν υπάρχει online να σας το βάλω). Είχε απευθυνθεί σε φυσικούς ομιλητές/φυσικές ομιλήτριες. Για τα ελληνικά, συγκεκριμένα, του είχαν προτείνει τις λέξεις μεράκι και φιλότιμο. Για ιταλικά/ισπανικά/ιαπωνικά/αραβικά/hindi δε θυμάμαι, τι του είχαν πει, δυστυχώς ούτε καν στα ισπανικά-ιταλικά που ξέρω, αλλά όλες οι λέξεις είχαν πολύ ενδιαφέρουσα χρήση και ενδιαφέρουσα ιστορία.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 5 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.