Νωεύς
Τιμώμενο Μέλος
Ο Ιάσων αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Άγιο Πνεύμα (Σέρρες). Έχει γράψει 5,713 μηνύματα.
29-11-08
23:58
Μπουρραμπουριάς Β΄, ο μέγας μπαγαπόντης Βασιλιάς των Κοσσαίων
Από τα «γράμματα της Αμάρνα» μαθαίνουμε, ότι ο «Μπουρραμπουριάς Β΄, βασιλιάς του Καρυτουνιάς», έγραφε στον Αχνατόν (Αμένοφι Δ΄), Βασιλιά-Ιερέα των Αιγυπτίων(1412-1362 π.Χ.), μεταξύ άλλων: «…Από τότε που η μητέρα μου και ο πατέρας σου συνήψαν φιλικές σχέσεις, αντάλλαζαν μεταξύ τους πολύτιμα δώρα και ποτέ δεν αρνήθηκε ο ένας να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του άλλου. Αλλά να που σήμερα ο αδελφός μου( εννοεί τον Αχνατόν τ.σ.) μου έστειλε ως δώρο δύο χρυσά μανέχ. Στείλε μου λοιπόν όσο χρυσάφι θα έστελνε ο πατέρας σου και εάν θέλεις να στείλεις λιγότερο από όσο αρμόζει σε σένα, στείλε μου τουλάχιστον τα μισά, από όσα θα έστελνε ο πατέρας σου. Γιατί μου έστειλες μόνον δύο χρυσά μανέχ;».
Κατά την ιστορική πραγματικότητα, ήταν η εποχή, που οι Κρονίδες και οι εκ των Αρίων Ατζέμ(κατοπινοί και ελληνιστί «Αχαιμενίδες») της Δυτικής Ασίας (σημερινή περίπου «Μ. Ανατολής»), υποκινούμενοι από τους Κοσσαίους κατακτητές της ιερής Βαβυλώνας, είχαν σπάσει τους δεσμούς τους με τους Αιγυπτίους και τον εκεί μεταφερθέντα Ναό( της Βαβυλώνας), διεκδικώντας την επικυριαρχία και χρήση των χρυσωρυχείων του Σινά . Ήταν δε γεγονός, ότι για τη μεταφορά και το (νέο) άνοιγμα του Ναού, από τη Βαβυλώνα στην Αίγυπτο, ο Μπουρραμπουριάς Α΄ είχε συνδιαλλαγή με τον Θούθμωση Γ΄, περί το 1461, έναντι του 50% της ετήσιας παραγωγής χρυσού και πετραδιών στο Σινά.. Συμβόλαιο, που στη συνέχεια είχε ανανεωθεί, χάρη και στις προσωπικές σχέσεις του Αμένοφι Γ΄ και της χήρας - μητέρας του Μπουρραμπουριά Β΄.
Ο Αχνατόν, άνθρωπος γεννημένος να χριστεί άξια, ως πρώτος Ιερέας-Βασιλιάς του νέου Ναού, μετά τη σύλησή του από τους Κοσσαίους και τους επίορκους Μάγους, είχε στείλει πράγματι το 1362 χρυσάφι, προς τον βασιλιά της Βαβυλώνας, μόνον «δύο μανέχ», ποσότητα μικρή, έστω και ως συμβολική χειρονομία. Γιατί, πράγματι, στερημένος από το Σινά και χάρη στις φιλειρηνικές του διαθέσεις προς όλη την ανθρωπότητα, δεν είχε πλέον καθόλου «ταμειακά διαθέσιμα». Απλά, με τα «δύο μανέχ» ήθελε να κάνει πράξη, εκείνο που ο ίδιος δίδασκε εκείνη τη χρονιά, συμπληρώνοντας τα 30 του χρόνια: « Εάν έχεις δύο ενδύματα και σου ζητήσει το ένα ο αδελφός σου, εσύ να του δώσεις και τα δύο». Διδασκαλία όμως που, όπως φάνηκε , δεν άρεσε, ούτε στους συνεπίκουρούς του ούτε στον αιγυπτιακό λαό, με συνέπεια να τον οδηγήσουν την ίδια χρονιά, σε θάνατο από «στενοχώρια και θλίψη». Ξεψύχησε, λίγη ώρα μετά, αφού ψιθύρισε προσευχόμενος: « Περίλυπος η ψυχή μου, ω Τατ(Θεέ μου), έως θανάτου!».[ Τέλη 19ου με αρχές 20ου μΧ αιώνα, όταν ανοίχθηκε το φέρετρό του, ανακαλύφθηκε κάτω από τα κόκαλα των ποδιών του ένα λεπτό φύλλο χρυσού, με την τελευταία του προσευχή : « Αναπνέω την εξαίρετη πνοή Σου, θαυμάζω κάθε ημέρα την ομορφιά Σου, θέλω με πάθος να ακούσω τη γλυκιά φωνή Σου, έστω και με τη μορφή του βόρειου ανέμου. Δώσε μου το χέρι και βοήθησέ με να δεχθώ το πνεύμα Σου και να ζω από αυτό. Φώναζε με αιώνια με το όνομά μου και δεν θα χαθεί ποτέ!»]..
Δεν ήταν τυχαίο, που ο Αλέξανδρος Β΄ ο Μέγας, χίλια και κάτι χρόνια μετά, σε ηλικία 30 ετών, πρώτα επισκέφθηκε τον Ναό στην Αίγυπτο και στη συνέπεια πήγε και εγκαταστάθηκε στην ανίερη πια Βαβυλώνα. Στην Αίγυπτο, δεν είχε βρει εκείνο που αναζητούσε. Είχε όμως κατά νου, ότι ούτε ο Μπουρραμπουριάς Β΄ ούτε κανένας άλλος από τους ανίερους μάγους-ιερείς, σε Αίγυπτο και Βαβυλώνα, το είχαν πιάσει στα χέρια τους. Ο Αχνατόν, τελευταίος γνωστός( ιστορικά) κάτοχός του, το είχε εμπιστευθεί σε ένα δωδεκάχρονο αγόρι, γιο έμπιστου υπηρέτη του, προερχόμενο από τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Αλλά έλπιζε, όχι αβάσιμα, ότι θα το εύρισκε πιο εύκολα, ξεκινώντας από τα παλαιοπωλεία κοσμημάτων της Βαβυλώνας, τους Ενεχυροδανειστές ή τους Αργυραμοιβούς που έβριθαν εκεί. Οι τελευταίοι ήταν, ό,τι είχε απομείνει από της εποχή του κοσσαιικού «βδελύγματος», αλλά και εκείνοι θα έδιναν όλο το χρυσάφι κι όλα τα πετράδια τους, για να το αποκτήσουν. Έτσι, δεν άντεξε περισσότερα από τρία χρόνια έρευνας, ώσπου τον βρήκε το φαρμάκι κι ο πυρετός και εγκατέλειψε τον «μάταιο τούτο κόσμο». Γιατί, χωρίς τη «Χρυσή Σμίλη», ακόμη και ένας Βασιλιάς-Ιερέας, δεν θα μπορούσε να «ξεκλειδώσει» τον κόσμο και να τον ελευθερώσει, από όση ματαιότητα τον βαραίνει!
Από τα «γράμματα της Αμάρνα» μαθαίνουμε, ότι ο «Μπουρραμπουριάς Β΄, βασιλιάς του Καρυτουνιάς», έγραφε στον Αχνατόν (Αμένοφι Δ΄), Βασιλιά-Ιερέα των Αιγυπτίων(1412-1362 π.Χ.), μεταξύ άλλων: «…Από τότε που η μητέρα μου και ο πατέρας σου συνήψαν φιλικές σχέσεις, αντάλλαζαν μεταξύ τους πολύτιμα δώρα και ποτέ δεν αρνήθηκε ο ένας να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του άλλου. Αλλά να που σήμερα ο αδελφός μου( εννοεί τον Αχνατόν τ.σ.) μου έστειλε ως δώρο δύο χρυσά μανέχ. Στείλε μου λοιπόν όσο χρυσάφι θα έστελνε ο πατέρας σου και εάν θέλεις να στείλεις λιγότερο από όσο αρμόζει σε σένα, στείλε μου τουλάχιστον τα μισά, από όσα θα έστελνε ο πατέρας σου. Γιατί μου έστειλες μόνον δύο χρυσά μανέχ;».
Κατά την ιστορική πραγματικότητα, ήταν η εποχή, που οι Κρονίδες και οι εκ των Αρίων Ατζέμ(κατοπινοί και ελληνιστί «Αχαιμενίδες») της Δυτικής Ασίας (σημερινή περίπου «Μ. Ανατολής»), υποκινούμενοι από τους Κοσσαίους κατακτητές της ιερής Βαβυλώνας, είχαν σπάσει τους δεσμούς τους με τους Αιγυπτίους και τον εκεί μεταφερθέντα Ναό( της Βαβυλώνας), διεκδικώντας την επικυριαρχία και χρήση των χρυσωρυχείων του Σινά . Ήταν δε γεγονός, ότι για τη μεταφορά και το (νέο) άνοιγμα του Ναού, από τη Βαβυλώνα στην Αίγυπτο, ο Μπουρραμπουριάς Α΄ είχε συνδιαλλαγή με τον Θούθμωση Γ΄, περί το 1461, έναντι του 50% της ετήσιας παραγωγής χρυσού και πετραδιών στο Σινά.. Συμβόλαιο, που στη συνέχεια είχε ανανεωθεί, χάρη και στις προσωπικές σχέσεις του Αμένοφι Γ΄ και της χήρας - μητέρας του Μπουρραμπουριά Β΄.
Ο Αχνατόν, άνθρωπος γεννημένος να χριστεί άξια, ως πρώτος Ιερέας-Βασιλιάς του νέου Ναού, μετά τη σύλησή του από τους Κοσσαίους και τους επίορκους Μάγους, είχε στείλει πράγματι το 1362 χρυσάφι, προς τον βασιλιά της Βαβυλώνας, μόνον «δύο μανέχ», ποσότητα μικρή, έστω και ως συμβολική χειρονομία. Γιατί, πράγματι, στερημένος από το Σινά και χάρη στις φιλειρηνικές του διαθέσεις προς όλη την ανθρωπότητα, δεν είχε πλέον καθόλου «ταμειακά διαθέσιμα». Απλά, με τα «δύο μανέχ» ήθελε να κάνει πράξη, εκείνο που ο ίδιος δίδασκε εκείνη τη χρονιά, συμπληρώνοντας τα 30 του χρόνια: « Εάν έχεις δύο ενδύματα και σου ζητήσει το ένα ο αδελφός σου, εσύ να του δώσεις και τα δύο». Διδασκαλία όμως που, όπως φάνηκε , δεν άρεσε, ούτε στους συνεπίκουρούς του ούτε στον αιγυπτιακό λαό, με συνέπεια να τον οδηγήσουν την ίδια χρονιά, σε θάνατο από «στενοχώρια και θλίψη». Ξεψύχησε, λίγη ώρα μετά, αφού ψιθύρισε προσευχόμενος: « Περίλυπος η ψυχή μου, ω Τατ(Θεέ μου), έως θανάτου!».[ Τέλη 19ου με αρχές 20ου μΧ αιώνα, όταν ανοίχθηκε το φέρετρό του, ανακαλύφθηκε κάτω από τα κόκαλα των ποδιών του ένα λεπτό φύλλο χρυσού, με την τελευταία του προσευχή : « Αναπνέω την εξαίρετη πνοή Σου, θαυμάζω κάθε ημέρα την ομορφιά Σου, θέλω με πάθος να ακούσω τη γλυκιά φωνή Σου, έστω και με τη μορφή του βόρειου ανέμου. Δώσε μου το χέρι και βοήθησέ με να δεχθώ το πνεύμα Σου και να ζω από αυτό. Φώναζε με αιώνια με το όνομά μου και δεν θα χαθεί ποτέ!»]..
Δεν ήταν τυχαίο, που ο Αλέξανδρος Β΄ ο Μέγας, χίλια και κάτι χρόνια μετά, σε ηλικία 30 ετών, πρώτα επισκέφθηκε τον Ναό στην Αίγυπτο και στη συνέπεια πήγε και εγκαταστάθηκε στην ανίερη πια Βαβυλώνα. Στην Αίγυπτο, δεν είχε βρει εκείνο που αναζητούσε. Είχε όμως κατά νου, ότι ούτε ο Μπουρραμπουριάς Β΄ ούτε κανένας άλλος από τους ανίερους μάγους-ιερείς, σε Αίγυπτο και Βαβυλώνα, το είχαν πιάσει στα χέρια τους. Ο Αχνατόν, τελευταίος γνωστός( ιστορικά) κάτοχός του, το είχε εμπιστευθεί σε ένα δωδεκάχρονο αγόρι, γιο έμπιστου υπηρέτη του, προερχόμενο από τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Αλλά έλπιζε, όχι αβάσιμα, ότι θα το εύρισκε πιο εύκολα, ξεκινώντας από τα παλαιοπωλεία κοσμημάτων της Βαβυλώνας, τους Ενεχυροδανειστές ή τους Αργυραμοιβούς που έβριθαν εκεί. Οι τελευταίοι ήταν, ό,τι είχε απομείνει από της εποχή του κοσσαιικού «βδελύγματος», αλλά και εκείνοι θα έδιναν όλο το χρυσάφι κι όλα τα πετράδια τους, για να το αποκτήσουν. Έτσι, δεν άντεξε περισσότερα από τρία χρόνια έρευνας, ώσπου τον βρήκε το φαρμάκι κι ο πυρετός και εγκατέλειψε τον «μάταιο τούτο κόσμο». Γιατί, χωρίς τη «Χρυσή Σμίλη», ακόμη και ένας Βασιλιάς-Ιερέας, δεν θα μπορούσε να «ξεκλειδώσει» τον κόσμο και να τον ελευθερώσει, από όση ματαιότητα τον βαραίνει!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Νωεύς
Τιμώμενο Μέλος
Ο Ιάσων αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Άγιο Πνεύμα (Σέρρες). Έχει γράψει 5,713 μηνύματα.
29-11-08
17:43
Από την Αία(ή και Αιά), τη «χώρα που γεννούσε χρυσάφι, οίνο και ανθρώπους»
Ανάμεσα στην πολυποίκιλη πανσπερμία ψεύδους, παραμυθιού και λησμονιάς, που εν πολλοίς έφτιαξε το μετά την τελική( καταστροφή του «Γιουνανιστάν»(Ιωνίας-1922) «Νεοελληνικό Κράτος», είναι και όσα απέμειναν «γνωστά», για τους Βαλλ(α)άδες των Γρεβενών. Η επικρατέστερη ετυμολογία του ονόματός τους αναφέρεται στον ανατολικότροπο όρκο «μπαλαχί», τάχα «τουρκικής έμπνευσης». Το μόνο όμως ψήγμα αλήθειας αυτής της ετυμολόγησης έχει να κάνει, με το ότι υπήρξαν από τους πλέον «ορκισμένους» εχθρούς του «τουρκισμού», του «τουρκοαλβανισμού» και των «πάσης φύσεων Οβριών(Εβραίων)», όπως ονόμαζαν οι ίδιοι όλους τους ανά τους (ιστορικούς) αιώνες επίορκους, προδότες και « δειλούς ντονμέδες»(αλλαξόπιστους από δειλία και ιδιοτέλεια). Η τελευταία παρουσία τους στο ιστορικό προσκήνιο, ως συγκροτημένου και ξεχωριστού λαού, περίπου 3500-4000 ψυχών, υπήρξε μέχρι τις αρχές της δεκαετία 1920-30 και τέλειωσε, χάρη στη βίαιη απόσπασή τους από τις βουνοκορφές της Πίνδου, σύμφωνα με το «πνεύμα και γράμμα» της πολιτικής των «πληθυσμιακών ανταλλαγών» που είχαν προωθήσει οι «Μεγάλες Δυνάμεις» και τα τοπικά τσιράκια τους στα Βαλκάνια, για την υποτιθέμενη «οριστική επίλυση του Ανατολικού Ζητήματος».
Για τον βίαιο εξανδραποδισμό τους από την Πίνδο, εκτός από τη «Διεθνή Αρμοστεία», τα μάλλα θα συνέβαλαν και «δυνάμεις του ελληνικού κράτους»(βασικά, μερικές οργανωμένες μονάδες αγράμματων και σχεδόν αγριανθρώπων τσαρουχοφόρων από την Κρήτη και άλλα νησιά). Κατά τη μεταφορά τους όμως, είτε σιδηροδρομικώς είτε ατμοπλοϊκά, για τα βορειοδυτικά ορεινά μέρη της «Νέας Τουρκίας»(βλ. «Νεότουρκοι»), δεν έμειναν στη ζωή, παρά μόνο παιδιά ηλικίας κάτω των εφτά χρονών κι ορισμένες γριές με απωλεσμένα ήδη μυαλά, ήτοι συνολικά περί τα 100 άτομα. Για την σιωπηρή όμως εκτέλεση του ανοσιουργήματος εκείνου, χρειάστηκε δύο τρία χρόνια πιο μπροστά να εκτελεστεί «εν ψυχρώ και παραβύστω» ο μοναδικός αντιδρών τότε Έλληνας Διπλωμάτης Ίων Δραγούμης, πάλι από «Κρητικούς φρουρούς των Αθηνών» υπό τον «Φρούραρχο» Γρυπάρη. Στη δίκη που θα επακολουθούσε, η υπόθεση έκλεισε και μπήκε στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας», με την απλή παραδοχή, ότι «ήταν ένα λάθος», η δολοφονία του Ι. Δραγούμη!
Ο πολύπαθος τελικά λαός των Βαλλ(α)άδων, δεν ήταν παρά μία αρκετά σημαντική πληθυσμιακά ομάδα των ορεσίβιων της Πίνδου, που κατάγονταν κατευθείαν από τους αρχαίους Μολοσσούς και κρατούσαν σθεναρά τα νάματα που τους είχαν αφήσει, αφενός οι δόξες του Πύρρου, τελευταίου εχθρού του εκρωμαϊσμού της Ελλάδας και αφετέρου, οι διδαχές των Δωδωναίων ιερέων.
Ήταν οι «άνθρωποι των νερών» (και των χιονιών), για τους πεδινούς της Θεσσαλίας και (πιθανά) στο τοπικό εκείνο γλωσσικό επίθεμα χρωστούσαν το όνομα
«Βαλλαά»(ή και «Γουλαά»). Οι ίδιοι, μέχρι να περάσει το δυτικό «Γιουνανιστάν»(Ελλάδα) στον οθωμανικό ζόφο και την αντίστοιχη κακομοιριά, θεωρούσαν τον λαό τους κληρονόμο της παράδοσης των Αιακίδων, αλλά, όπως πάντα, πέρα και αντίθετα με την μεταελληνική παραμυθία(μυθολογία). Για εκείνους, όπως τους δίδασκε η ζωντανή «παράδοση της Δωδώνης», υπήρχε πάντα ένα ιστορικό αίτημα-χρέος: η επιστροφή τους στην Αία(ή Αιά), στην αρχαία πατρίδα των προγόνων τους , των Μολοσσών, κάπου στη δυτική ενδοχώρα της Κασπίας Θάλασσας. Από εκεί είχαν κατασταλάξει, κατά την περίοδο της «Καθόδου των Δωριέων (1104 π.Χ.), πρώτα στην Αίγινα και, στη συνέχεια, στα υψίπεδα των νοτίων Άλπεων(Πίνδο κλπ) και βορειότερα(μέχρι την κατοπινή Ετρουρία).
Επί χίλια χρόνια περίπου, και μέχρι τα μέσα του 14ου μ.Χ. αιώνα, όταν οι «Ρωμαίοι»
( Χριστιανοί Δύσης και Ανατολής) αλληλοτρώγονταν, για το ποιοι ήταν «περισσότερο Έλληνες»( βλέπε πχ τη διαμάχη μεταξύ σλαβόφωνων «Παλαιολόγων» και λατινιζόντων «Καντακουζηνών»!), διατηρούσαν ένα ιδιότυπο θρησκευτικό τυπικό «χριστιανικής αίρεσης», στο οποίο κυριαρχούσαν δύο άγιες μορφές: της «Παρθένου Μαρίας» και του «Γεώργιου Τροπαιοφόρου» του εκ Καισαρείας. Από τις αρχές τις «μεταρωμαϊκής» (οθωμανικής) εποχής(αυγή του 16ου αιώνα), δέχθηκαν τις νουθεσίες και την προστασία του Τάγματος των Μπεκτακτσήδων, ενσωματώνοντας στα «θρησκευτικά ήθη και έθιμά» τους αρκετές πινελιές Μωαμεθανισμού, όπως είχε συμβεί εξάλλου κατά τους προηγούμενους δύο αιώνες και από τους απελπισμένους φορολογούμενους «Μικρασιάτες»(ανατολικούς «Γιουνάν). Παρά ταύτα, ακόμη και στις αρχές του 20ου αιώνα, κάθε Βαλλ(α)άς άνω των 12 ετών γνώριζε, ότι η τιμή πού απέδιδαν στην «Παρθένο Μαρία» τους είχε περισσεύσει, αφότου η «κόρης» τους Μυρτάλη είχε παντρευτεί τον Μακεδόνα Φίλιππο Β΄ και μετονομάσθηκε «Ολυμπιάς», ενώ στην αγάπη τους για τον «Άγιο Γεώργιο» δεν ήταν μικρή η δόση περηφάνιας τους για τον «Μεγαλέξανδρο».
Αλλά η ιστορία των Βαλλ(α)άδων, είχε πολλές , και άλλες, προεκτάσεις, άγνωστές και δύσβατες, για τους αμύητους και αδιάφορους περί την «ιστορική μνήμη». Επειδή ακριβώς υπήρξε παρεπόμενο του τέλους της εποχής των ιερών Μάγων, της Βαβυλώνας και του Αλέξανδρου του Β΄ της πρώτης «Μακεδονικής Δυναστείας»!
Ανάμεσα στην πολυποίκιλη πανσπερμία ψεύδους, παραμυθιού και λησμονιάς, που εν πολλοίς έφτιαξε το μετά την τελική( καταστροφή του «Γιουνανιστάν»(Ιωνίας-1922) «Νεοελληνικό Κράτος», είναι και όσα απέμειναν «γνωστά», για τους Βαλλ(α)άδες των Γρεβενών. Η επικρατέστερη ετυμολογία του ονόματός τους αναφέρεται στον ανατολικότροπο όρκο «μπαλαχί», τάχα «τουρκικής έμπνευσης». Το μόνο όμως ψήγμα αλήθειας αυτής της ετυμολόγησης έχει να κάνει, με το ότι υπήρξαν από τους πλέον «ορκισμένους» εχθρούς του «τουρκισμού», του «τουρκοαλβανισμού» και των «πάσης φύσεων Οβριών(Εβραίων)», όπως ονόμαζαν οι ίδιοι όλους τους ανά τους (ιστορικούς) αιώνες επίορκους, προδότες και « δειλούς ντονμέδες»(αλλαξόπιστους από δειλία και ιδιοτέλεια). Η τελευταία παρουσία τους στο ιστορικό προσκήνιο, ως συγκροτημένου και ξεχωριστού λαού, περίπου 3500-4000 ψυχών, υπήρξε μέχρι τις αρχές της δεκαετία 1920-30 και τέλειωσε, χάρη στη βίαιη απόσπασή τους από τις βουνοκορφές της Πίνδου, σύμφωνα με το «πνεύμα και γράμμα» της πολιτικής των «πληθυσμιακών ανταλλαγών» που είχαν προωθήσει οι «Μεγάλες Δυνάμεις» και τα τοπικά τσιράκια τους στα Βαλκάνια, για την υποτιθέμενη «οριστική επίλυση του Ανατολικού Ζητήματος».
Για τον βίαιο εξανδραποδισμό τους από την Πίνδο, εκτός από τη «Διεθνή Αρμοστεία», τα μάλλα θα συνέβαλαν και «δυνάμεις του ελληνικού κράτους»(βασικά, μερικές οργανωμένες μονάδες αγράμματων και σχεδόν αγριανθρώπων τσαρουχοφόρων από την Κρήτη και άλλα νησιά). Κατά τη μεταφορά τους όμως, είτε σιδηροδρομικώς είτε ατμοπλοϊκά, για τα βορειοδυτικά ορεινά μέρη της «Νέας Τουρκίας»(βλ. «Νεότουρκοι»), δεν έμειναν στη ζωή, παρά μόνο παιδιά ηλικίας κάτω των εφτά χρονών κι ορισμένες γριές με απωλεσμένα ήδη μυαλά, ήτοι συνολικά περί τα 100 άτομα. Για την σιωπηρή όμως εκτέλεση του ανοσιουργήματος εκείνου, χρειάστηκε δύο τρία χρόνια πιο μπροστά να εκτελεστεί «εν ψυχρώ και παραβύστω» ο μοναδικός αντιδρών τότε Έλληνας Διπλωμάτης Ίων Δραγούμης, πάλι από «Κρητικούς φρουρούς των Αθηνών» υπό τον «Φρούραρχο» Γρυπάρη. Στη δίκη που θα επακολουθούσε, η υπόθεση έκλεισε και μπήκε στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας», με την απλή παραδοχή, ότι «ήταν ένα λάθος», η δολοφονία του Ι. Δραγούμη!
Ο πολύπαθος τελικά λαός των Βαλλ(α)άδων, δεν ήταν παρά μία αρκετά σημαντική πληθυσμιακά ομάδα των ορεσίβιων της Πίνδου, που κατάγονταν κατευθείαν από τους αρχαίους Μολοσσούς και κρατούσαν σθεναρά τα νάματα που τους είχαν αφήσει, αφενός οι δόξες του Πύρρου, τελευταίου εχθρού του εκρωμαϊσμού της Ελλάδας και αφετέρου, οι διδαχές των Δωδωναίων ιερέων.
Ήταν οι «άνθρωποι των νερών» (και των χιονιών), για τους πεδινούς της Θεσσαλίας και (πιθανά) στο τοπικό εκείνο γλωσσικό επίθεμα χρωστούσαν το όνομα
«Βαλλαά»(ή και «Γουλαά»). Οι ίδιοι, μέχρι να περάσει το δυτικό «Γιουνανιστάν»(Ελλάδα) στον οθωμανικό ζόφο και την αντίστοιχη κακομοιριά, θεωρούσαν τον λαό τους κληρονόμο της παράδοσης των Αιακίδων, αλλά, όπως πάντα, πέρα και αντίθετα με την μεταελληνική παραμυθία(μυθολογία). Για εκείνους, όπως τους δίδασκε η ζωντανή «παράδοση της Δωδώνης», υπήρχε πάντα ένα ιστορικό αίτημα-χρέος: η επιστροφή τους στην Αία(ή Αιά), στην αρχαία πατρίδα των προγόνων τους , των Μολοσσών, κάπου στη δυτική ενδοχώρα της Κασπίας Θάλασσας. Από εκεί είχαν κατασταλάξει, κατά την περίοδο της «Καθόδου των Δωριέων (1104 π.Χ.), πρώτα στην Αίγινα και, στη συνέχεια, στα υψίπεδα των νοτίων Άλπεων(Πίνδο κλπ) και βορειότερα(μέχρι την κατοπινή Ετρουρία).
Επί χίλια χρόνια περίπου, και μέχρι τα μέσα του 14ου μ.Χ. αιώνα, όταν οι «Ρωμαίοι»
( Χριστιανοί Δύσης και Ανατολής) αλληλοτρώγονταν, για το ποιοι ήταν «περισσότερο Έλληνες»( βλέπε πχ τη διαμάχη μεταξύ σλαβόφωνων «Παλαιολόγων» και λατινιζόντων «Καντακουζηνών»!), διατηρούσαν ένα ιδιότυπο θρησκευτικό τυπικό «χριστιανικής αίρεσης», στο οποίο κυριαρχούσαν δύο άγιες μορφές: της «Παρθένου Μαρίας» και του «Γεώργιου Τροπαιοφόρου» του εκ Καισαρείας. Από τις αρχές τις «μεταρωμαϊκής» (οθωμανικής) εποχής(αυγή του 16ου αιώνα), δέχθηκαν τις νουθεσίες και την προστασία του Τάγματος των Μπεκτακτσήδων, ενσωματώνοντας στα «θρησκευτικά ήθη και έθιμά» τους αρκετές πινελιές Μωαμεθανισμού, όπως είχε συμβεί εξάλλου κατά τους προηγούμενους δύο αιώνες και από τους απελπισμένους φορολογούμενους «Μικρασιάτες»(ανατολικούς «Γιουνάν). Παρά ταύτα, ακόμη και στις αρχές του 20ου αιώνα, κάθε Βαλλ(α)άς άνω των 12 ετών γνώριζε, ότι η τιμή πού απέδιδαν στην «Παρθένο Μαρία» τους είχε περισσεύσει, αφότου η «κόρης» τους Μυρτάλη είχε παντρευτεί τον Μακεδόνα Φίλιππο Β΄ και μετονομάσθηκε «Ολυμπιάς», ενώ στην αγάπη τους για τον «Άγιο Γεώργιο» δεν ήταν μικρή η δόση περηφάνιας τους για τον «Μεγαλέξανδρο».
Αλλά η ιστορία των Βαλλ(α)άδων, είχε πολλές , και άλλες, προεκτάσεις, άγνωστές και δύσβατες, για τους αμύητους και αδιάφορους περί την «ιστορική μνήμη». Επειδή ακριβώς υπήρξε παρεπόμενο του τέλους της εποχής των ιερών Μάγων, της Βαβυλώνας και του Αλέξανδρου του Β΄ της πρώτης «Μακεδονικής Δυναστείας»!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Νωεύς
Τιμώμενο Μέλος
Ο Ιάσων αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Μαθητής/τρια και μας γράφει απο Άγιο Πνεύμα (Σέρρες). Έχει γράψει 5,713 μηνύματα.
29-11-08
13:05
Για να καταλάβω, οι Κοσσαίοι ήταν στο Ελάμ ; 'Εχω διαβάσει ότι αυτή ήταν η πατρίδα του Νώε. Είναι σωστό ;
Οι Κοσσαίοι κατέβηκαν στο Ελάμ από τα βορειοδυτικά(Βρετανία, Γιουτλάνδη και Βαλτική), εξαιτίας των μεγάλων καταστροφών και κινδύνων από το λιώσιμο των πολικών πάγων, κατά το διάστημα 2400-2100 π.Χ. Ανήκαν στις προάριες φυλές του Υπερβορρά και σχηματίστηκαν σαν ξεχωριστός λαός, χάρη στην καινοτομία τους, να βγάλουν από τη διατροφική τους αλυσίδα, τα ανθρώπινα πτώματα, αρχής γενομένης να μην τρώνε ζωντανούς ανθρώπους, όπως συνέχιζαν να κάνουν απομεινάρια άλλων πικτογενών φύλων μέχρι και τον 11 μ.Χ. αιώνα.
Όσο για τον Νώε (εννοείται της Βίβλου), το μόνο που θα μπορούσα να καταθέσω εδώ, είναι ότι υπήρξε προϊόν της μυθοπλασίας των ύστερων ελληνικών χρόνων(4ος π.Χ. αιώνα), ενώ το Ελάμ υπήρξε ιστορικά ως γεωγραφική πολιτιστική περιοχή(από Μοχέντζο Ντάρο και μέχρι τις δυτικά όρια της "Μεσοποταμίας".
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.