15-09-11
16:59
Εμένα μου φάνηκε ενδιαφέρουσα η ιστορία σου και ευχαρίστως θα διάβαζα και τη συνέχεια..... αλλά θα συμφωνήσω με τα παιδιά παραπάνω ότι χρειάζεται δουλεία ακόμα γιατί έχει ορισμένες ανακρίβειες και πολλές επαναλήψεις
Οι ανακριβιες μου αρεσουν να σου πω την αληθεια γαιτι ανιγουν νεους δρομους πλοκης στην ιστορια, οσο για την δουλεια ναι σιγουρα 8ελει βελτιωση και προσπαθω ! σου στελνω το blog μου σε pm να διαβασεις την συνεχεια , που εισαι βαλε και κανα σχολιο !
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
20-12-09
04:48
Εγώ το βρήκα μιά χαρά, φιλαράκι... ως και λυπήθηκα που τελείωνε έτσι απότομα... θα γούσταρα μιά περίληψη του Τσαμπουκάς και Γκασμάς που διαβάζει ο Σκόρος σου...
Ανυπομονώ για την συνέχεια, μην με απογοητεύσεις...
το τσαμπουκας και γκασμας το εβαλα για πλακα εχς τιν συνεχεια στο blog μου θα στο στιλω σε pm
βασικα το blog μου ειναι στην υπογραφη απο κατω αν θες να δεις το Link.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
13-10-09
04:13
5)και νομίζω οτι τα αντικείμενα που φτίαχνουν τα ξώτικα(συμφώνα με tolkien) είναι the best of the best!
φιλικά kalanapathw!
Ναι αλλα αν διαβασει τα βιβλια τις σειρας Dragonlance θα αλλαξεις γνωμη δεν λεω πως ειναι καλητερη απο τον Τολκιν σε καμια περιπτωση απλα διαβασα ολα τα 6 βιβλια τις σειρας αυτης το καλοκαιρι και επιρεαστηκα οπως και να το κανουμε. Ο Φλιντ Φα'ι'ρφορτζ ο νανος ηταν ο αγαπημενος χαρακτηρας μου απο αυτη την σειρα βιβλιων.
Περιμενω και αλλες απαντησεις
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
10-10-09
03:26
1 ) Χώρισε σε παραγράφους όπου είναι μεγάλο το κείμενο
2 )Διόρθωσε τα ορθογραφικά σου , και στο λέει μια από τις πλέον ανορθόγραφες
αλλά αν θες να την βάλεις σε κάποια σελίδα σου ή σε μπλογκ δεν θα ήθελες ειρωνίες
για ορθογραφικά ... σωστά ?
3 )Ξεκαθάρισε τελικα... είναι σφυρί ή όπλο ?
4 )διαβλέπω πως έχεις "καεί" από καμιά στρίτζο τύπισσα ?
1) ίσως φτιάξω τους παραγράφους, και έχω κάνει παραγράφους απλός η αντιγραφή δεν καταλαβαίνει απο κενά
2) τα ορθογραφικά λάθη θα τα παλέψω
3) και το σφυρί είναι και όπλο
4) δόξα το θεό όχι, απλός ο ήρωας χρειάζεται και έναν λόγο ώστε να φύγει από το χωριό του και η ιδέα αυτή μου ήρθε ακούγοντας το Die Die My Darling .....just for the record
Αλλά θα ήθελα να σε ευχαριστήσω πρώτα από όλα που για την κατοχύρωση που μίλησες διότι πάνω σε αυτό το θέμα δεν ήξερα τίποτα
ωστόσο θα ήθελα και μερικές απαντησεις και απο άλλους χρήστες γιατι βλέπω 90+ views, άρα κάποιος έχει κατι να πεί.
ευχαριστώ
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
09-10-09
19:57
μου αρεσει που επιτέλους πηρα μια απαντηση και ακομα καλητερα που είναι λιγο τσουχτερες.Αρχικά μαλλον φταιω εγω που δεν περιγραφω σωστα καποιες καταστασεις δεν με ενδιαφέρει να εκδοθει η ιστορία μου και πολυ περισοτερο δεν με νοιαζει αν θα βγαλω χρήματα. Εχω διασταυρωσει τους δρόμους μου με εκδοτικους οικους και εφημερίδες νεότερος και εμαθα τι αλανια είναι. Σκοπευω να διοχετευσω αυτην την ιστορια δωρεαν μεσο ιντερνετ και σε οποιον αρεσει , ετσι και ετσι απο χομπυ το κανω... βεβαια θελω να δικαιολογηθώ λιγο για το πρωτο μέρος γιατι σηνδεεται λιγο αργότερα με την υπολιπη ιστορια ,αλλα είναι αρκετα παρακατω. θελω ακομα να μαθω αν κοιλαει ευχαριστα και αβιαστα η ιστορια. (ακομα οταν λεω πως εχει λατομειο δεν ήταν και ζαμπλουτος, εννοω κατι σαν του Οβελιξ αν ξερεις και τελος παντων δεν εχει και τοσο σημασια αυτο το εβαλα για να εξηπηρετησω αλλουσ σκοπους) τεσπα να και η συνεχεια και ο θεος ας με λυπηθει.
Ο Σκόρος βγήκε από το κελάρι, και τα μάτια του πόνεσαν από την απότομη αλλαγή του φωτός κάνοντας τον να μορφάσει ελαφρά. Αφού συνήλθαν τα μάτια του χάιδεψε την κοντούλα (για νάνο) καστανή γενειάδα του και χαμογέλασε, του άρεσε αυτός ο πόνος γιατί όπως του είχε μάθει ο πατέρας του ήταν ένας γλυκός πόνος που προμηνούσε μια ωραία ζεστή μέρα. Ναι, ο φίλος μας ήταν ένας πρωινός τύπος, από αυτούς που σου σπάνε τα νεύρα για την υπέροχη μέρα που χάνεις εσύ που χουζουρεύεις. Ο Σκόρος ήταν ένας μάλλον λιπόσαρκος νάνος σε σχέση με τους άλλους. Η κοιλιά του ήταν κανονική και τα χέρια του γυμνασμένα και οι πλάτες του ήταν φαρδιές από την δουλειά στο λατομείο, το πρόσωπο δεν ήταν και πολύ όμορφο, είχε χοντροκομμένα χαρακτηριστικά , αλλά ήταν ευγενικό και χαρωπό, αυτή ήταν η ομορφιά του. Τα μάτια του ήταν μαύρα σαν κουμπιά , αλλά καλοκάγαθα και ειλικρινής, τα μαλλιά του ήταν καστανά ανοιχτά και μακριά. Ήταν ένας ελαφρώς περίεργος τύπος, βέβαια όλοι οι νάνοι ήταν λίγο περίεργοι, ξεροκέφαλοι, πεισματάρηδες, ευέξαπτοι και καβγατζήδες, αλλά ο ήρωας μας ήταν μαζί με όλα αυτά και πολύ ονειροπόλος. Ονειρεύονταν περιπέτειες σαν και αυτές που διάβαζε και έλπιζε να ζήσει μια και αυτός. Δεν ήταν λίγες οι φορές που άνθρωποι και ξωτικά ζητούσαν μισθοφόρους και υπόσχονταν λάφυρα και πλούτη, αλλά ο πόλεμος ήταν από καιρό ξεχασμένος στους νάνους και ακόμα τα λεφτά δεν συγκινούσαν τον φίλο μας, καθώς δεν του λείπανε, αλλά και ένας πόλεμος δεν ήταν η περιπέτεια που ζήταγε.
Προσπέρασε ένα πανδοχείο στο οποίο άλλαζαν τα βαρέλια τις μπύρας και όταν τα άλλαζαν αυτό σήμαινε γλέντι καθώς λέγονταν πως όταν όλα τα βαρέλια αδειάσουν και την επόμενη μέρα τα συναισθήματα είναι πολύ έντονα (όπως το κέφι ας πούμε) τότε τα βαρέλια θα ξαναγεμίσουν από μόνα τους και η θεά Μπύρα θα βγει από το παλιότερο βαρέλι και θα προσφέρει σε όλους μπύρα που ανέβλυζε από το υπέροχο δέρμα της, ένας γαργαλιστικός θρύλος που όλοι οι παλαιότεροι νάνοι επιβεβαίωναν και οι νεότεροι αναβίωναν. Ο Σκόρος είχε πάει σε πολλά τέτοια γλέντια με τους φίλους του παλιότερα (καθώς δεν είναι και πολύ δύσκολο να αδειάσουν τα βαρέλια τις μπύρας στο Μπίρβιλ) ,αλλά ποτέ δεν είδε την θεά Μπύρα. Ήξερε πως ήταν ένας μύθος, αλλά μετά από μερικές μπύρες ήταν σίγουρος πως θα έβλεπε μαγεία και θα άρχιζε η περιπέτεια που τόσο επιθυμούσε.
«Μπάρμπα Λόλιο!!!» φώναξε στον πανδοχέα που τον ήξερε από παιδί, έναν ασπρογένη νάνο με ωραία καλοσυνάτα πράσινα μάτια και μια αξιοσέβαστη (γοητευτική όπως έλεγε) μπυροκοιλίτσα.
«Έλα-έλα» του είπε κάνοντάς του νόημα να πάει κοντά του. Πήγε κοντά του και εκείνος απομακρύνθηκε από την πόρτα του μαγαζιού αφήνοντας κάτι άλλους νεότερους νάνους να αναλάβουν τον βαρέλι που έσερνε.
«Θα έχουμε γλέντι αύριο ?» ρώτησε τον Μπάρμπα-Λόλιο κουνώντας παιχνιδιάρικα πάνω κάτω τα φρύδια του χαμογελώντας πλατιά με μια σαχλή μπυρολάγνη έκφραση στο πρόσωπο του.
«Όχι ! είναι για δώρο!» του απάντησε διασκεδάζοντας με την έκφραση του νεαρού νάνου.
«Δώρο σε ποιόν» ρώτησε ο Σκόρος
«Σε εσένα βέβαια.» είπε ο γεροπανδοχέας σταυρώνοντας τα χέρια του και χαμογελώντας πλατιά με ένα ήρεμο χαμόγελο. Τα μαύρα μάτια του Σκόρου άνοιξαν διάπλατα και μεγάλη χαρά τον διαπέρασε, άνοιξε τα χέρια του να αγκαλιάσει τον πανδοχέα, αφού ήταν μια μεγάλη τιμή από νάνο σε νάνο αυτό, αφήνοντας το βιβλίο που είχε παραμάσχαλα, με τίτλο -Τα Ξίφη του βασιλιά Άκαθαρ- να πέσει στο χώμα.
«Δώρο για τον γάμο σου !» συμπλήρωσε ο πανδοχέας. Τα χέρια που τον έσφιγγαν λυθήκαν και ένιωσε το βάρος του νεαρού να γέρνει προς το μέρος του. Για μία στιγμή του φάνηκε πως ο Σκόρος θα έβαζε τα κλάματα όπως όταν ήταν πιτσιρίκι. Ο Σκόρος τραβήχτηκε και αργά έπιασε το βιβλίο που του είχε πέσει.
«Κλοτσιά στʼ αχαμνά η τελευταία σου κουβέντα μπάρμπα Λόλιο.» είπε θλιμμένα ο Σκόρος
«Έλα ρε συ , θα δεις θα μαλακώσει η Θέκλα με τον καιρό.» τον παρηγόρησε ο μπάρμπα Λόλιος
«Καλά τα λέμε.» είπε και έφυγε με τους ώμους κυρτούς και το βιβλίο που κρατούσε στο χέρι σχεδόν να ακουμπάει στο έδαφος.
Φτάνοντας σπίτι του, μια ωραία μικρή πέτρινη οικία, ο Σκόρος είδε απʼ έξω την Θέκλα μια πανέμορφη, χαριτωμένη νανίτσα με απίστευτη χάρη για το κοντούλικο κορμί της σίγουρα ήταν η πιο όμορφη στο Μπίρβιλ.
«και η πιο σπαστικιά …» ξεφύσησε σαν δράκος ο Σκόρος θυμούμενος τον λόγο που την ζήτησε σε γάμο και τον λόγο όπου μετάνιωσε εκείνη του την ενέργεια.
«αχ αγάπη μου σε περίμενα πως και πως.» του είπε .
«εγώ πάλι όχι…» σκέφτηκε ο Σκόρος.
«Μου έλειψες!» κατέθεσε ναζιάρικα η Θέκλα.
«εμένα πάλι όχι !» ξαναείπε από μέσα του ο Σκόρος. Η Θέκλα άνοιξε τα χέρια της να τον αγκαλιάσει καθώς αυτός πλησίαζε.
«έτσι που έχει ανοιχτά τα χέρια μου έρχεται να τις πετάξω το βιβλίο στην μούρη.» σκέφτηκε ο Σκόρος.
«Σου έλειψα ?» τον ρώτησε.
«Όχι!» σκέφτηκε.
«Ναι.» είπε.
Η Θέκλα τον πλησίασε και τον αγκάλιασε.
«Δεν θα με αγκαλιάσεις.» τον ρώτησε ναζιάρικα.
«Να σε δείρω μήπως ?» είπε από μέσα του, αλλά τελικά είπε…
«Όχι.». Η όμορφη νανίτσα σήκωσε το προσωπάκι της από το στήθος του και τον κοίταξε σαν μικρό παιδί έτοιμο και καλά να κλάψει.
«Να πάρει ο διάολος, όλο αυτό κάνει.» και ο Σκόρος που είχε αδυναμία στην ομορφιά της και δεν μπορούσε ποτέ να βλέπει κάποιον στενοχωρημένο την αγκάλιασε.
«σκατά να φάει το μυαλό μου και η καλοσύνη μου» σκέφτηκε
« Πως έμπλεξα έτσι ο βλάκας. Πως θα την σουτάρω αυτήν που να πάρει οργή ? αν την παντρευτώ θα πεθάνω από την γκρίνια της στην πρώτη εβδομάδα, αλλά άμα ακυρώσω και τον γάμο ο νόμος μου απαγορεύει να παντρευτώ ξανά .» κοίταξε το ωραίο της πρόσωπο.
«τι ωραία γυναίκα, να είναι στα αλήθεια τόσο σπαστικιά ? ή εγώ είμαι περίεργος?» αναρωτήθηκε .
«μπύρα μυρίζεις πάλι?» ρώτησε η Θέκλα με έναν τόνο που προμηνούσε γκρίνια και απογύμνωνε την γλυκύτητα από πάνω της.
«Ωχ! Τελικά δεν είμαι εγώ ο περίεργος .» σκέφτηκε ο ήρωας μας ξαναγυρνώντας στην πραγματικότητα .
«μα αφού είχα πάει για αξιολόγηση ….» απολογήθηκε ο φίλος μας.
«ΟΧΙ ! μπεκρούλιαζες !» επιτέθηκε η μπασμένη γλωσσού (όπως την αποκαλούσε ο Σκόρος.) και να πεις σε έναν νάνο ότι έπινε μέρα μεσημέρι ήταν αρκετά μεγάλη προσβολή, γιατί ναι μεν οι νάνοι τιμούσαν δεόντως την μπύρα, αλλά ποτέ δεν έπιναν την ημέρα, όσο υπήρχε φώς οι νάνοι δούλευαν και γιʼ αυτό ευημερούσαν.
«Όχι…» είπε αργά ο φίλος μας και προσπαθούσε να παραμείνει ψύχραιμος
«…ορίστε και τα χρήματα που πήρα για τις υπηρεσίες μου.» είπε δείχνοντας τα χρήματα που πήρε από τον ζυθοποιό.
«Ω!...Ω! μα τους θεούς ! ήξερα ότι ο άνδρας που θα πάρω πίνει, αλλά τώρα έμαθα πως παίζει και ζάρια!» και η γκρίνια μόλις άρχισε….
«Και καλά σήμερα κέρδισες ! περιμένεις πάντα να κερδίζεις ? ε ? πως θα μας θρέψεις?»…
«Και τι κρατάς εκεί ? και άλλο σαχλό βιβλίο ?». και τέλος πάντων η παραλογισμένη γκρίνια τράβηξε για αρκετή ώρα και επειδή μπορεί να ξέρετε από γκρίνια ή και αν δεν ξέρετε δεν χάνετε και τίποτα καλύτερα να υπερπηδήσουμε αυτό το σημείο τις ιστορίας.
«Ω!...Ω! μα τους θεούς δεν πατάει καλά η γυναίκα που θα πάρω!»
Μια ωραία μέρα ξημέρωσε για όλους τους νάνους, μια ηλιόλουστη μέρα! Μια μέρα από αυτές που αρέσουν στον ήρωα μας, μια μέρα…
«Υπέροχη μέρα για να πεθάνεις» δήλωσε με σαρκασμό και αγανάκτηση στον Τόμπο ο Σκόρος.
Ο Τόμπο, ο καλύτερος φίλος του ήρωα μας, ήταν το μόνο ξωτικό που κατοικούσε στο Μπίρβιλ. Ήταν ψηλός και λεπτός (λεπτός για τα κριτήρια των νάνων)με μαλλιά μακριά λίγο πιο ανοιχτόχρωμα από του Σκόρου. Όπως όλα τα ξωτικά είχε μάτια πράσινα και μυτερό σαγόνι και τα εξίσου μυτερά αυτιά των ξωτικών, αλλά η πολύχρονη διαμονή του στο Μπίρβιλ είχε –εξομαλύνει- όλα τα άλλα -μυτερά- χαρακτηριστικά της φυλής του. Δεν τον έλεγες και κούκλο…είχε ασπαστεί από καιρό τα έθιμα των νάνων και τις αξιοσέβαστες (γοητευτικές) μπυροκοιλιτσες τους και ήταν κάτοχος μίας. Τα μάγουλα του ήταν αφρατούλικα και πάντα κόκκινα και κάθε βράδυ ήταν κόκκινη και η μύτη του κόκκινη, δυστυχώς δεν ήταν τόσο ανθεκτικός στο ποτό όσο οι νάνοι. Παρʼ όλα αυτά παρέμενε ένας ικανός κυνηγός και τοξότης και έτσι εξασφάλιζε τα προς το ζην. Με τον Σκόρο γνωρίζονταν από μωρά, όταν ο Σκόρος του δάγκωνε τα μυτερά αυτιά του για να γίνουν κανονικά. Ήταν το ίδιο ονειροπόλος με τον φίλο του και ονειρεύονταν μαζί περιπέτειες με ευγενικούς σκοπούς, αλλά οι πόλεμοι των ξωτικών που συμμετείχε εξασθένησαν αυτό το συναίσθημα. Ακόμα ο Τόμπο ήταν αυτός που του κώλυσε το παρατσούκλι Σκόρος και ήταν ο μόνος πλέον στο Μπίρβιλ που ήξερε το κανονικό του όνομα.
Ο Τόμπο κοίταξε τον φίλο του διασκεδάζοντας μερικώς με τις υπερβολικές κουβέντες που συνήθως λέγανε οι νάνοι, αλλά δεν μπορούσε να μην νιώθει και άσχημα μιας και αυτός έβαλε το χεράκι του να έρθουν κοντά ο Σκόρος και η Θέκλα.
«Έλα μην σκας!» του είπε μαλακά.
«Άμα δεις το δώρο μου θα φτιάξει η διάθεσή σου!» του είπε χαμογελώντας ενώ σηκωνόταν όρθιος ώστε να πάει στην πίσω αυλή όπου είχε κρύψει το δώρο του φίλου του. Ο Σκόρος χαμογέλασε ευγενικά προς τον φίλο του και ας μην τον έβλεπε ο Τόμπο.
«Αχ ρε φίλε μου, αφού πάλι σφυρί για το λατομείο μου πήρες τι το κρύβεις κάθε φορά ?» σκέφτηκε ο νάνος καθώς σχεδόν όλα τα σφυριά από το μικρότερο ως το μεγαλύτερο που είχε στο λατομείο του ήταν δώρα του Τόμπο. Βέβαια και όλα τα τόξα του Τόμπο ήταν δώρα του Σκόρου, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
«Ιδού» του είπε και του πρότεινε το σφυρί στα χέρια του. Ο νάνος έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
«Αυτό είναι Όπλο!!!» είπε με γουρλωμένα τα μάτια ο Σκόρος.
«Ε και ? πρέπει να έχεις μαζί σου ένα όπλο στον γάμο για τον όρκο που δίνετε στην γυναίκα και στο λαό σας, έτσι δεν είναι ?» τον ρώτησε και χάιδεψε το ανάγλυφο στέλεχος που ήταν λεπτοδουλεμένο και έφερνε απάνω του ωραία κυματιστά σχέδια.
«Ναι…αλλά αυτό είναι….»
«Υπερβολικά όμορφο για έναν νάνο ?» σάρκασε ο Τόμπο. Ο Σκόρος άρχισε να χαμογελάει.
«Δεν λέω…είναι λίγο …φανταχτερό» είπε ο φίλος μας.
«Καθαρό είναι !» του πέταξε ο Τόμπο.
«Όπως και να έχει το έφτιαξα οι καλύτεροι σιδεράδες των ξωτικών και είναι τόσο καλό όσο και των νάνων. Θα ήθελα να σε δω με αυτό.» είπε με σοβαρό ύφος δίνοντας βάρος και σεβασμό στα λόγια του και παραδίνοντας το όπλο στον νέο του ιδιοκτήτη. Ο φίλος μας πλέον το κράταγε στα χέρια του όπως οι νάνοι ήρωες στα βιβλία και στους θρύλους. Ήταν μεγάλο και έφτανε μέχρι τον λαιμό του Σκόρου, ήταν και βαρύ, λίγο αποκαρδιωτικό σαν να του έλεγε πως δεν ήταν άξιος να το κρατάει, αλλά ο φίλος μας δεν ήταν και τόσο χαζεμένος ακόμα ώστε να νοιάζεται τι του λέει το σφυρί. Κοίταξε την όμορφη καθαρή και βαριά κεφαλή του, σαφώς πιο όμορφη από αυτά των νάνων, αλλά αμφίβολής ποιότητας. Όπως και να χει ήταν πολύ συγκινητική χειρονομία διότι με το σφυρί του γαμπρού υποτίθεται πως έμπαιναν τα θεμέλια στο σπίτι και με άλλα λόγια ο Τόμπο έδινε την ευχή του.
Ήταν απόγευμα πλέον στην μέρα εκείνη και η φαντασία του φίλου μας κάλπαζε. Εκείνο το δώρο του είχε ξυπνήσει όλες τις αγαπημένες ιστορίες με νάνους πολεμιστές και τα θανάσιμα σφυριά τους. Ε λοιπόν δεν άντεξε.
«Τελευταία βλακεία πριν παντρευτώ και μετά τα κεφάλια μέσα» σκέφτηκε ο φίλος μας. Πήρε το δώρο του Τόμπο και πήγε στο λατομείο του.
«Και τώρα θα σκάσω κάτι χεχε !!» σκέφτηκε με την καταπιεσμένη επιθυμία και το άνχος μην τον δουν (ή καλύτερα μην τον δει η Θέκλα) να κάνει το αίμα του να βράζει σαν παιδί που θα κάνει την σκανδαλιά του ο κόσμος να χαλάσει. Βρήκε μια πέτρα άχρηστη και την ετοίμασε για μα της δώσει μια σφυριά που όμοια της δεν υπήρχε. Το έκανε πολύ συχνά παλιότερα, αλλά ποτέ δεν είχε την ευκαιρία από τότε που αρραβωνιάστηκε την Θέκλα διότι η –μπασμένη γλωσσού- τον ακολουθούσε ακόμα και στο λατομείο. Μόνο στην αξιολόγηση μπίρας δεν τον ακολουθούσε επειδή δεν τις άρεσε η μυρωδιά από τα κελάρια. Για τον λόγο αυτόν τα τελευταία 5 χρόνια οπού ο Σκόρος ανέβαλε συνέχεια τον γάμο τραβούσε τις αξιολογήσεις σε μάκρος όσο πιο πολύ μπορούσε ώστε να ησυχάζει και να διαβάζει τα βιβλία του, όπου ούτε αυτά ενέκρινε η Θέκλα.
«Λοιπόν! Θα την κοπανήσω κατακόρυφα πηδώντας από ψηλά, όπως έκανε ο Βασιλιάς Όρν στο –Τσαμπουκάς και Γκασμάς-….ωραία ιστορία…πώς να τελείωνε άραγε ? η Θέκλα έκαψε το βιβλίο πριν το τελειώσω…γαμώτο…όχι το – Τρείς Τσαντισμένοι Νάνοι- έκαψε το άλλο το κομμάτιασε.» έμμηνε μια στιγμή σιωπηλός.
«Είμαι για κλάματα . Η βιβλιοθήκη μου είναι το ίδιο διαλυμένη με τα νεύρα μου…πόσες φορές τα άρπαξε μέσα από τα χέρια μου και τα κατέστρεψε… και πόσες φορές τις μίλησα…χωρίς αποτέλεσμα…αυτή η ευγένεια θα με φάει…» το σφυρί πλέον είχε ακουμπήσει κάτω, είχε πιάσει πάτο όπως και το ηθικό του ήρωα μας. Βέβαια έχουμε πει πως δεν ήταν στον χαρακτήρα του να μένει πολύ ώρα σκυθρωπός. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο κούνησε το κεφάλι του να αδειάσει από εκείνες τις σκέψεις και το σφυρί ήταν και πάλι περήφανο προς τα πάνω. Ακούμπησε το σφυρί απαλά πάνω στην πέτρα ετοιμάζοντας το χτύπημα του.
«Ας πούμε ότι αυτό το χτύπημα είναι από το βιβλίο – Ο Σκόρος κάνει πατσά την Θέκλα-.» σκέφτηκε με αυτοσαρκασμό και τέντωσε το σφυρί απότομα πάνω από το κεφάλι του. Δυστυχώς ο φίλος μας δεν θα έκανε ποτέ πατσά την Θέκλα ,ούτε καν στην φαντασία του διότι το αριστούργημα τον ξωτικών, ήταν πολύ λεπτεπίλεπτο για τα γούστα των νάνων, η κεφαλή ξεκούμπωσε από το στέλεχος με αποτέλεσμα να εκσφενδονιστεί έξω από το λατομείο του φίλου μας με τραγική προσγείωση σε ένα παράθυρο όπου το τζάμι υποχώρησε ,πέρασε ξηστά από τον δύσμοιρο γέρο-νάνο που πριν ροχάλιζε ώστε να πάει φρέσκος στον γάμο και να πιεί πολύ μπίρα και έπεσε στο κάτω μέρος τις ντουλάπας του όπου ήταν κούφιο δίνοντας ακόμα μεγαλύτερη ακουστική στο χτύπημα, οι μεταλλικές κρεμαστές αναπήδησαν και κουδούνισαν όλες μαζί πολλές πρόκες πετάχτηκαν έξω. Ο γέρο-νάνος πετάχτηκε απάνω , πάτησε την μεταλλική σκάφη με το νερό για το ποδόλουτρο του έπεσε ανάσκελα στέλνοντας την σκάφη να χτυπήσει τα ράφια όπου είχε απάνω μερικά φίνα πορσελάνινα μπιμπελό των ξωτικών όπου έσπασαν όλα μαζί και όλα αυτά την στιγμή οπού η γυναίκα του παππούλη τσίριζε βλέποντας την ακαταστασία.
O Σκόρος τα άκουγε αυτά από απόσταση με σφιγμένα τα δόντια και σε στάση για ταχεία φυγή.
«ΣΚΟΡΕ!!!» ούρλιαξε ο γέρο-νάνος. Καθώς η κεφαλή έγραφε το όνομα του απάνω και δεν δυσκολεύτηκε να βγάλει συμπέρασμα.
Ο φίλος μας το έβαλε στα πόδια και ανέβηκε στις σκαλωσιές του λατομείου, έφτασε στο ψηλότερο σημείο και πήδηξε πάνω στον βράχο όπου σκάβανε και κρύφτηκε εκεί. Ήταν το ψηλότερο σημείο στο χωριουδάκι του Μπίρβιλ κανείς δεν είχε πατήσει το πόδι του εκεί ούτε ο ίδιος . Ο ήλιος ήταν κοντά στην δύση του και έδινε στα πάντα ένα ροδαλό χρώμα. Λίγο παραπέρα παρατήρησε δυο σκούρες μακρόστενες σκιές. Τις πλησίασε και παρατήρησε ότι επρόκειτο για δύο σπαθιά καρφωμένα στο βράχο με έναν μαύρο γεράκι σκαλισμένο στις λαβές τους. Ο φίλος μας έμμηνε να κοιτάει αποσβολωμένος τα όπλα που έλαμπαν στο φώς του απογεύματος κατακόκκινα σαν το αίμα του Μαυρογέρακα αιώνες πριν.
Ο Σκόρος βγήκε από το κελάρι, και τα μάτια του πόνεσαν από την απότομη αλλαγή του φωτός κάνοντας τον να μορφάσει ελαφρά. Αφού συνήλθαν τα μάτια του χάιδεψε την κοντούλα (για νάνο) καστανή γενειάδα του και χαμογέλασε, του άρεσε αυτός ο πόνος γιατί όπως του είχε μάθει ο πατέρας του ήταν ένας γλυκός πόνος που προμηνούσε μια ωραία ζεστή μέρα. Ναι, ο φίλος μας ήταν ένας πρωινός τύπος, από αυτούς που σου σπάνε τα νεύρα για την υπέροχη μέρα που χάνεις εσύ που χουζουρεύεις. Ο Σκόρος ήταν ένας μάλλον λιπόσαρκος νάνος σε σχέση με τους άλλους. Η κοιλιά του ήταν κανονική και τα χέρια του γυμνασμένα και οι πλάτες του ήταν φαρδιές από την δουλειά στο λατομείο, το πρόσωπο δεν ήταν και πολύ όμορφο, είχε χοντροκομμένα χαρακτηριστικά , αλλά ήταν ευγενικό και χαρωπό, αυτή ήταν η ομορφιά του. Τα μάτια του ήταν μαύρα σαν κουμπιά , αλλά καλοκάγαθα και ειλικρινής, τα μαλλιά του ήταν καστανά ανοιχτά και μακριά. Ήταν ένας ελαφρώς περίεργος τύπος, βέβαια όλοι οι νάνοι ήταν λίγο περίεργοι, ξεροκέφαλοι, πεισματάρηδες, ευέξαπτοι και καβγατζήδες, αλλά ο ήρωας μας ήταν μαζί με όλα αυτά και πολύ ονειροπόλος. Ονειρεύονταν περιπέτειες σαν και αυτές που διάβαζε και έλπιζε να ζήσει μια και αυτός. Δεν ήταν λίγες οι φορές που άνθρωποι και ξωτικά ζητούσαν μισθοφόρους και υπόσχονταν λάφυρα και πλούτη, αλλά ο πόλεμος ήταν από καιρό ξεχασμένος στους νάνους και ακόμα τα λεφτά δεν συγκινούσαν τον φίλο μας, καθώς δεν του λείπανε, αλλά και ένας πόλεμος δεν ήταν η περιπέτεια που ζήταγε.
Προσπέρασε ένα πανδοχείο στο οποίο άλλαζαν τα βαρέλια τις μπύρας και όταν τα άλλαζαν αυτό σήμαινε γλέντι καθώς λέγονταν πως όταν όλα τα βαρέλια αδειάσουν και την επόμενη μέρα τα συναισθήματα είναι πολύ έντονα (όπως το κέφι ας πούμε) τότε τα βαρέλια θα ξαναγεμίσουν από μόνα τους και η θεά Μπύρα θα βγει από το παλιότερο βαρέλι και θα προσφέρει σε όλους μπύρα που ανέβλυζε από το υπέροχο δέρμα της, ένας γαργαλιστικός θρύλος που όλοι οι παλαιότεροι νάνοι επιβεβαίωναν και οι νεότεροι αναβίωναν. Ο Σκόρος είχε πάει σε πολλά τέτοια γλέντια με τους φίλους του παλιότερα (καθώς δεν είναι και πολύ δύσκολο να αδειάσουν τα βαρέλια τις μπύρας στο Μπίρβιλ) ,αλλά ποτέ δεν είδε την θεά Μπύρα. Ήξερε πως ήταν ένας μύθος, αλλά μετά από μερικές μπύρες ήταν σίγουρος πως θα έβλεπε μαγεία και θα άρχιζε η περιπέτεια που τόσο επιθυμούσε.
«Μπάρμπα Λόλιο!!!» φώναξε στον πανδοχέα που τον ήξερε από παιδί, έναν ασπρογένη νάνο με ωραία καλοσυνάτα πράσινα μάτια και μια αξιοσέβαστη (γοητευτική όπως έλεγε) μπυροκοιλίτσα.
«Έλα-έλα» του είπε κάνοντάς του νόημα να πάει κοντά του. Πήγε κοντά του και εκείνος απομακρύνθηκε από την πόρτα του μαγαζιού αφήνοντας κάτι άλλους νεότερους νάνους να αναλάβουν τον βαρέλι που έσερνε.
«Θα έχουμε γλέντι αύριο ?» ρώτησε τον Μπάρμπα-Λόλιο κουνώντας παιχνιδιάρικα πάνω κάτω τα φρύδια του χαμογελώντας πλατιά με μια σαχλή μπυρολάγνη έκφραση στο πρόσωπο του.
«Όχι ! είναι για δώρο!» του απάντησε διασκεδάζοντας με την έκφραση του νεαρού νάνου.
«Δώρο σε ποιόν» ρώτησε ο Σκόρος
«Σε εσένα βέβαια.» είπε ο γεροπανδοχέας σταυρώνοντας τα χέρια του και χαμογελώντας πλατιά με ένα ήρεμο χαμόγελο. Τα μαύρα μάτια του Σκόρου άνοιξαν διάπλατα και μεγάλη χαρά τον διαπέρασε, άνοιξε τα χέρια του να αγκαλιάσει τον πανδοχέα, αφού ήταν μια μεγάλη τιμή από νάνο σε νάνο αυτό, αφήνοντας το βιβλίο που είχε παραμάσχαλα, με τίτλο -Τα Ξίφη του βασιλιά Άκαθαρ- να πέσει στο χώμα.
«Δώρο για τον γάμο σου !» συμπλήρωσε ο πανδοχέας. Τα χέρια που τον έσφιγγαν λυθήκαν και ένιωσε το βάρος του νεαρού να γέρνει προς το μέρος του. Για μία στιγμή του φάνηκε πως ο Σκόρος θα έβαζε τα κλάματα όπως όταν ήταν πιτσιρίκι. Ο Σκόρος τραβήχτηκε και αργά έπιασε το βιβλίο που του είχε πέσει.
«Κλοτσιά στʼ αχαμνά η τελευταία σου κουβέντα μπάρμπα Λόλιο.» είπε θλιμμένα ο Σκόρος
«Έλα ρε συ , θα δεις θα μαλακώσει η Θέκλα με τον καιρό.» τον παρηγόρησε ο μπάρμπα Λόλιος
«Καλά τα λέμε.» είπε και έφυγε με τους ώμους κυρτούς και το βιβλίο που κρατούσε στο χέρι σχεδόν να ακουμπάει στο έδαφος.
Φτάνοντας σπίτι του, μια ωραία μικρή πέτρινη οικία, ο Σκόρος είδε απʼ έξω την Θέκλα μια πανέμορφη, χαριτωμένη νανίτσα με απίστευτη χάρη για το κοντούλικο κορμί της σίγουρα ήταν η πιο όμορφη στο Μπίρβιλ.
«και η πιο σπαστικιά …» ξεφύσησε σαν δράκος ο Σκόρος θυμούμενος τον λόγο που την ζήτησε σε γάμο και τον λόγο όπου μετάνιωσε εκείνη του την ενέργεια.
«αχ αγάπη μου σε περίμενα πως και πως.» του είπε .
«εγώ πάλι όχι…» σκέφτηκε ο Σκόρος.
«Μου έλειψες!» κατέθεσε ναζιάρικα η Θέκλα.
«εμένα πάλι όχι !» ξαναείπε από μέσα του ο Σκόρος. Η Θέκλα άνοιξε τα χέρια της να τον αγκαλιάσει καθώς αυτός πλησίαζε.
«έτσι που έχει ανοιχτά τα χέρια μου έρχεται να τις πετάξω το βιβλίο στην μούρη.» σκέφτηκε ο Σκόρος.
«Σου έλειψα ?» τον ρώτησε.
«Όχι!» σκέφτηκε.
«Ναι.» είπε.
Η Θέκλα τον πλησίασε και τον αγκάλιασε.
«Δεν θα με αγκαλιάσεις.» τον ρώτησε ναζιάρικα.
«Να σε δείρω μήπως ?» είπε από μέσα του, αλλά τελικά είπε…
«Όχι.». Η όμορφη νανίτσα σήκωσε το προσωπάκι της από το στήθος του και τον κοίταξε σαν μικρό παιδί έτοιμο και καλά να κλάψει.
«Να πάρει ο διάολος, όλο αυτό κάνει.» και ο Σκόρος που είχε αδυναμία στην ομορφιά της και δεν μπορούσε ποτέ να βλέπει κάποιον στενοχωρημένο την αγκάλιασε.
«σκατά να φάει το μυαλό μου και η καλοσύνη μου» σκέφτηκε
« Πως έμπλεξα έτσι ο βλάκας. Πως θα την σουτάρω αυτήν που να πάρει οργή ? αν την παντρευτώ θα πεθάνω από την γκρίνια της στην πρώτη εβδομάδα, αλλά άμα ακυρώσω και τον γάμο ο νόμος μου απαγορεύει να παντρευτώ ξανά .» κοίταξε το ωραίο της πρόσωπο.
«τι ωραία γυναίκα, να είναι στα αλήθεια τόσο σπαστικιά ? ή εγώ είμαι περίεργος?» αναρωτήθηκε .
«μπύρα μυρίζεις πάλι?» ρώτησε η Θέκλα με έναν τόνο που προμηνούσε γκρίνια και απογύμνωνε την γλυκύτητα από πάνω της.
«Ωχ! Τελικά δεν είμαι εγώ ο περίεργος .» σκέφτηκε ο ήρωας μας ξαναγυρνώντας στην πραγματικότητα .
«μα αφού είχα πάει για αξιολόγηση ….» απολογήθηκε ο φίλος μας.
«ΟΧΙ ! μπεκρούλιαζες !» επιτέθηκε η μπασμένη γλωσσού (όπως την αποκαλούσε ο Σκόρος.) και να πεις σε έναν νάνο ότι έπινε μέρα μεσημέρι ήταν αρκετά μεγάλη προσβολή, γιατί ναι μεν οι νάνοι τιμούσαν δεόντως την μπύρα, αλλά ποτέ δεν έπιναν την ημέρα, όσο υπήρχε φώς οι νάνοι δούλευαν και γιʼ αυτό ευημερούσαν.
«Όχι…» είπε αργά ο φίλος μας και προσπαθούσε να παραμείνει ψύχραιμος
«…ορίστε και τα χρήματα που πήρα για τις υπηρεσίες μου.» είπε δείχνοντας τα χρήματα που πήρε από τον ζυθοποιό.
«Ω!...Ω! μα τους θεούς ! ήξερα ότι ο άνδρας που θα πάρω πίνει, αλλά τώρα έμαθα πως παίζει και ζάρια!» και η γκρίνια μόλις άρχισε….
«Και καλά σήμερα κέρδισες ! περιμένεις πάντα να κερδίζεις ? ε ? πως θα μας θρέψεις?»…
«Και τι κρατάς εκεί ? και άλλο σαχλό βιβλίο ?». και τέλος πάντων η παραλογισμένη γκρίνια τράβηξε για αρκετή ώρα και επειδή μπορεί να ξέρετε από γκρίνια ή και αν δεν ξέρετε δεν χάνετε και τίποτα καλύτερα να υπερπηδήσουμε αυτό το σημείο τις ιστορίας.
«Ω!...Ω! μα τους θεούς δεν πατάει καλά η γυναίκα που θα πάρω!»
Κεφάλαιο 3
Η μέρα του γάμου
«Υπέροχη μέρα για να πεθάνεις» δήλωσε με σαρκασμό και αγανάκτηση στον Τόμπο ο Σκόρος.
Ο Τόμπο, ο καλύτερος φίλος του ήρωα μας, ήταν το μόνο ξωτικό που κατοικούσε στο Μπίρβιλ. Ήταν ψηλός και λεπτός (λεπτός για τα κριτήρια των νάνων)με μαλλιά μακριά λίγο πιο ανοιχτόχρωμα από του Σκόρου. Όπως όλα τα ξωτικά είχε μάτια πράσινα και μυτερό σαγόνι και τα εξίσου μυτερά αυτιά των ξωτικών, αλλά η πολύχρονη διαμονή του στο Μπίρβιλ είχε –εξομαλύνει- όλα τα άλλα -μυτερά- χαρακτηριστικά της φυλής του. Δεν τον έλεγες και κούκλο…είχε ασπαστεί από καιρό τα έθιμα των νάνων και τις αξιοσέβαστες (γοητευτικές) μπυροκοιλιτσες τους και ήταν κάτοχος μίας. Τα μάγουλα του ήταν αφρατούλικα και πάντα κόκκινα και κάθε βράδυ ήταν κόκκινη και η μύτη του κόκκινη, δυστυχώς δεν ήταν τόσο ανθεκτικός στο ποτό όσο οι νάνοι. Παρʼ όλα αυτά παρέμενε ένας ικανός κυνηγός και τοξότης και έτσι εξασφάλιζε τα προς το ζην. Με τον Σκόρο γνωρίζονταν από μωρά, όταν ο Σκόρος του δάγκωνε τα μυτερά αυτιά του για να γίνουν κανονικά. Ήταν το ίδιο ονειροπόλος με τον φίλο του και ονειρεύονταν μαζί περιπέτειες με ευγενικούς σκοπούς, αλλά οι πόλεμοι των ξωτικών που συμμετείχε εξασθένησαν αυτό το συναίσθημα. Ακόμα ο Τόμπο ήταν αυτός που του κώλυσε το παρατσούκλι Σκόρος και ήταν ο μόνος πλέον στο Μπίρβιλ που ήξερε το κανονικό του όνομα.
Ο Τόμπο κοίταξε τον φίλο του διασκεδάζοντας μερικώς με τις υπερβολικές κουβέντες που συνήθως λέγανε οι νάνοι, αλλά δεν μπορούσε να μην νιώθει και άσχημα μιας και αυτός έβαλε το χεράκι του να έρθουν κοντά ο Σκόρος και η Θέκλα.
«Έλα μην σκας!» του είπε μαλακά.
«Άμα δεις το δώρο μου θα φτιάξει η διάθεσή σου!» του είπε χαμογελώντας ενώ σηκωνόταν όρθιος ώστε να πάει στην πίσω αυλή όπου είχε κρύψει το δώρο του φίλου του. Ο Σκόρος χαμογέλασε ευγενικά προς τον φίλο του και ας μην τον έβλεπε ο Τόμπο.
«Αχ ρε φίλε μου, αφού πάλι σφυρί για το λατομείο μου πήρες τι το κρύβεις κάθε φορά ?» σκέφτηκε ο νάνος καθώς σχεδόν όλα τα σφυριά από το μικρότερο ως το μεγαλύτερο που είχε στο λατομείο του ήταν δώρα του Τόμπο. Βέβαια και όλα τα τόξα του Τόμπο ήταν δώρα του Σκόρου, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
«Ιδού» του είπε και του πρότεινε το σφυρί στα χέρια του. Ο νάνος έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
«Αυτό είναι Όπλο!!!» είπε με γουρλωμένα τα μάτια ο Σκόρος.
«Ε και ? πρέπει να έχεις μαζί σου ένα όπλο στον γάμο για τον όρκο που δίνετε στην γυναίκα και στο λαό σας, έτσι δεν είναι ?» τον ρώτησε και χάιδεψε το ανάγλυφο στέλεχος που ήταν λεπτοδουλεμένο και έφερνε απάνω του ωραία κυματιστά σχέδια.
«Ναι…αλλά αυτό είναι….»
«Υπερβολικά όμορφο για έναν νάνο ?» σάρκασε ο Τόμπο. Ο Σκόρος άρχισε να χαμογελάει.
«Δεν λέω…είναι λίγο …φανταχτερό» είπε ο φίλος μας.
«Καθαρό είναι !» του πέταξε ο Τόμπο.
«Όπως και να έχει το έφτιαξα οι καλύτεροι σιδεράδες των ξωτικών και είναι τόσο καλό όσο και των νάνων. Θα ήθελα να σε δω με αυτό.» είπε με σοβαρό ύφος δίνοντας βάρος και σεβασμό στα λόγια του και παραδίνοντας το όπλο στον νέο του ιδιοκτήτη. Ο φίλος μας πλέον το κράταγε στα χέρια του όπως οι νάνοι ήρωες στα βιβλία και στους θρύλους. Ήταν μεγάλο και έφτανε μέχρι τον λαιμό του Σκόρου, ήταν και βαρύ, λίγο αποκαρδιωτικό σαν να του έλεγε πως δεν ήταν άξιος να το κρατάει, αλλά ο φίλος μας δεν ήταν και τόσο χαζεμένος ακόμα ώστε να νοιάζεται τι του λέει το σφυρί. Κοίταξε την όμορφη καθαρή και βαριά κεφαλή του, σαφώς πιο όμορφη από αυτά των νάνων, αλλά αμφίβολής ποιότητας. Όπως και να χει ήταν πολύ συγκινητική χειρονομία διότι με το σφυρί του γαμπρού υποτίθεται πως έμπαιναν τα θεμέλια στο σπίτι και με άλλα λόγια ο Τόμπο έδινε την ευχή του.
Ήταν απόγευμα πλέον στην μέρα εκείνη και η φαντασία του φίλου μας κάλπαζε. Εκείνο το δώρο του είχε ξυπνήσει όλες τις αγαπημένες ιστορίες με νάνους πολεμιστές και τα θανάσιμα σφυριά τους. Ε λοιπόν δεν άντεξε.
«Τελευταία βλακεία πριν παντρευτώ και μετά τα κεφάλια μέσα» σκέφτηκε ο φίλος μας. Πήρε το δώρο του Τόμπο και πήγε στο λατομείο του.
«Και τώρα θα σκάσω κάτι χεχε !!» σκέφτηκε με την καταπιεσμένη επιθυμία και το άνχος μην τον δουν (ή καλύτερα μην τον δει η Θέκλα) να κάνει το αίμα του να βράζει σαν παιδί που θα κάνει την σκανδαλιά του ο κόσμος να χαλάσει. Βρήκε μια πέτρα άχρηστη και την ετοίμασε για μα της δώσει μια σφυριά που όμοια της δεν υπήρχε. Το έκανε πολύ συχνά παλιότερα, αλλά ποτέ δεν είχε την ευκαιρία από τότε που αρραβωνιάστηκε την Θέκλα διότι η –μπασμένη γλωσσού- τον ακολουθούσε ακόμα και στο λατομείο. Μόνο στην αξιολόγηση μπίρας δεν τον ακολουθούσε επειδή δεν τις άρεσε η μυρωδιά από τα κελάρια. Για τον λόγο αυτόν τα τελευταία 5 χρόνια οπού ο Σκόρος ανέβαλε συνέχεια τον γάμο τραβούσε τις αξιολογήσεις σε μάκρος όσο πιο πολύ μπορούσε ώστε να ησυχάζει και να διαβάζει τα βιβλία του, όπου ούτε αυτά ενέκρινε η Θέκλα.
«Λοιπόν! Θα την κοπανήσω κατακόρυφα πηδώντας από ψηλά, όπως έκανε ο Βασιλιάς Όρν στο –Τσαμπουκάς και Γκασμάς-….ωραία ιστορία…πώς να τελείωνε άραγε ? η Θέκλα έκαψε το βιβλίο πριν το τελειώσω…γαμώτο…όχι το – Τρείς Τσαντισμένοι Νάνοι- έκαψε το άλλο το κομμάτιασε.» έμμηνε μια στιγμή σιωπηλός.
«Είμαι για κλάματα . Η βιβλιοθήκη μου είναι το ίδιο διαλυμένη με τα νεύρα μου…πόσες φορές τα άρπαξε μέσα από τα χέρια μου και τα κατέστρεψε… και πόσες φορές τις μίλησα…χωρίς αποτέλεσμα…αυτή η ευγένεια θα με φάει…» το σφυρί πλέον είχε ακουμπήσει κάτω, είχε πιάσει πάτο όπως και το ηθικό του ήρωα μας. Βέβαια έχουμε πει πως δεν ήταν στον χαρακτήρα του να μένει πολύ ώρα σκυθρωπός. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο κούνησε το κεφάλι του να αδειάσει από εκείνες τις σκέψεις και το σφυρί ήταν και πάλι περήφανο προς τα πάνω. Ακούμπησε το σφυρί απαλά πάνω στην πέτρα ετοιμάζοντας το χτύπημα του.
«Ας πούμε ότι αυτό το χτύπημα είναι από το βιβλίο – Ο Σκόρος κάνει πατσά την Θέκλα-.» σκέφτηκε με αυτοσαρκασμό και τέντωσε το σφυρί απότομα πάνω από το κεφάλι του. Δυστυχώς ο φίλος μας δεν θα έκανε ποτέ πατσά την Θέκλα ,ούτε καν στην φαντασία του διότι το αριστούργημα τον ξωτικών, ήταν πολύ λεπτεπίλεπτο για τα γούστα των νάνων, η κεφαλή ξεκούμπωσε από το στέλεχος με αποτέλεσμα να εκσφενδονιστεί έξω από το λατομείο του φίλου μας με τραγική προσγείωση σε ένα παράθυρο όπου το τζάμι υποχώρησε ,πέρασε ξηστά από τον δύσμοιρο γέρο-νάνο που πριν ροχάλιζε ώστε να πάει φρέσκος στον γάμο και να πιεί πολύ μπίρα και έπεσε στο κάτω μέρος τις ντουλάπας του όπου ήταν κούφιο δίνοντας ακόμα μεγαλύτερη ακουστική στο χτύπημα, οι μεταλλικές κρεμαστές αναπήδησαν και κουδούνισαν όλες μαζί πολλές πρόκες πετάχτηκαν έξω. Ο γέρο-νάνος πετάχτηκε απάνω , πάτησε την μεταλλική σκάφη με το νερό για το ποδόλουτρο του έπεσε ανάσκελα στέλνοντας την σκάφη να χτυπήσει τα ράφια όπου είχε απάνω μερικά φίνα πορσελάνινα μπιμπελό των ξωτικών όπου έσπασαν όλα μαζί και όλα αυτά την στιγμή οπού η γυναίκα του παππούλη τσίριζε βλέποντας την ακαταστασία.
O Σκόρος τα άκουγε αυτά από απόσταση με σφιγμένα τα δόντια και σε στάση για ταχεία φυγή.
«ΣΚΟΡΕ!!!» ούρλιαξε ο γέρο-νάνος. Καθώς η κεφαλή έγραφε το όνομα του απάνω και δεν δυσκολεύτηκε να βγάλει συμπέρασμα.
Ο φίλος μας το έβαλε στα πόδια και ανέβηκε στις σκαλωσιές του λατομείου, έφτασε στο ψηλότερο σημείο και πήδηξε πάνω στον βράχο όπου σκάβανε και κρύφτηκε εκεί. Ήταν το ψηλότερο σημείο στο χωριουδάκι του Μπίρβιλ κανείς δεν είχε πατήσει το πόδι του εκεί ούτε ο ίδιος . Ο ήλιος ήταν κοντά στην δύση του και έδινε στα πάντα ένα ροδαλό χρώμα. Λίγο παραπέρα παρατήρησε δυο σκούρες μακρόστενες σκιές. Τις πλησίασε και παρατήρησε ότι επρόκειτο για δύο σπαθιά καρφωμένα στο βράχο με έναν μαύρο γεράκι σκαλισμένο στις λαβές τους. Ο φίλος μας έμμηνε να κοιτάει αποσβολωμένος τα όπλα που έλαμπαν στο φώς του απογεύματος κατακόκκινα σαν το αίμα του Μαυρογέρακα αιώνες πριν.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
09-10-09
16:24
είναι λιγο απογοητευτικό που δεν έχω πάρει ακόμα μια γνώμη.....το ξέρω πως το μέγεθος είναι μεγάλο ,αλλα πιστέυω οτι δν είναι και τόσο χάλια η ιστορία που γράφω οπότε κάντε την καλή δεν είναι εντελώς χάσιμο χρόνου.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.