Ανθολογία Παραμυθιών

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Νεράιδα του Δάσους

Π
ερπατούσα μόνος ανάμεσα στα σιωπηλά δέντρα,νιώθοντας τις χλιαρές σταγόνες της βροχής να πέφτουν πάνω μου, να μουσκεύουν τα μαλλιά μου και να σχηματίζουν μικρά ρυάκια γλιστρώντας σιγά σιγά πάνω στα μάγουλά μου. Η βροχή μύριζε σα χορτάρι, ή ίσως η οσμή του υγρού φρέσκου χώματος μου θύμιζε τη βροχή. Όπως και να 'χει, δεν υπήρχε άλλος εκτός από μένα για να γευτεί τη μυρωδιά. Όλοι με είχαν εγκαταλείψει, όλοι εκτός από τις σκέψεις μου, που μ' ακολουθούσαν όπως κι εγώ ακολουθούσα το μονοπάτι, με σιγουριά και σεβασμό συγχρόνως. Κατά κάποιο τρόπο μάλιστα οι σκέψεις αυτές είχαν μια παρουσία εντονότερη από κάθε τι χειροπιαστό, και παραμέριζαν τα πάντα στην άκρη της συνείδησής μου. Το αδιάκοπο σφυροκόπημα της βροχής πάνω στα έλατα, τη γη και το δέρμα μου έμοιαζε απόκοσμο, σα να προερχόταν από κάπου πολύ μακριά. Αν ήμουν στεγνός, θα ορκιζόμουν πως ήταν ψεύτικο.

Παραμερίζοντας ανούσιες φαντασίες σαν κι αυτές, προσπάθησα γι άλλη μια φορά να ξεδιαλύνω το απεχθές αυτό κουβάρι σκέψεων που αντίκρυζα όποτε έκλεινα τα μάτια. Δεν ήξερα γιατί βρισκόμουν εκεί, όχι. Ούτε ήξερα γιατί συνέχιζα να περπατάω, ή πού θα με οδηγούσε το μονοπάτι. Με είχε κυριεύσει όμως μια ακαθόριστη αίσθηση προσμονής, και τα μουρμουρητά της ήταν που υπαγόρευαν τα βήματά μου. Ήταν η πλήρης βεβαιότητα πως κάτι σημαντικό θα συμβεί, πλήρης σαν τη μαγεία που ασκούν οι προβολείς του αυτοκινήτου στο ελάφι και σαν την έκσταση της πυγολαμπίδας όταν την αγκαλιάζουν οι φλόγες. Βέβαια κανείς δε μου υποσχόταν πως το επικείμενο γεγονός θα ήταν λιγότερο επικίνδυνο για μένα απ' ότι η φωτιά για την πυγολαμπίδα, αλλά πάλι κανείς δεν υποσχόταν τίποτα και στην πυγολαμπίδα.


Τότε ήταν που άκουσα για πρώτη φορά το τραγούδι της. Στην αρχή δεν το είχα προσέξει, συγχέοντάς το με τον ήχο του ανέμου που χαϊδεύει τα φύλλα. Όσο πλησίαζα όμως -- γιατί τώρα ήμουν σίγουρος ότι κάπου πλησίαζα -- αυτό κέρδιζε συνεχώς σε δύναμη και ομορφιά. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα είχε ξεπεράσει σε ένταση το υψίσυχνο σφύριγμα του αέρα, είχε πνίξει το μελωδικό πλατσούρισμα της βροχής... με είχε κυριεύσει. Όταν αργότερα με ρωτούσαν, το περιέγραφα σα μια μεικτή χορωδία αγγέλων και δαιμονικών να τραγουδά μόνο μιά νότα, μιά νότα που ήταν συγχρόνως θρήνος και έκσταση, που ο νους δε μπορούσε να τη συλλάβει αλλά μόνο να τη ζήσει· γιατί καθώς ένιωθα τα περάσματά της ν' αγγίζουν την ψυχή μου και τις κορώνες τις να διαπερνούν το μυαλό μου, ήξερα πως αυτό το τραγούδι δεν ήταν ανθρώπινο, μα κάτι παραπάνω...


Άξαφνα, φτάνοντας στην κορυφή ενός λασπωμένου υψώματος, είδα και την ίδια. Αν και καθόταν πάνω στον πεσμένο κορμό μιας βελανιδιάς, το παράστημά της παρέπεμπε σε βασίλισσα που κάθεται στο θρόνο της. Τ' ολόλευκο φόρεμα που αγκάλιαζε το κορμί της αρχίζοντας από τους ώμους και φτάνοντας μέχρι τους λεπτοκαμωμένους αστραγάλους της μου θύμισε κύκνο· μόνο που καμιά βασίλισσα δε μπορούσε να έχει τόση χάρη, και κανένας κύκνος δεν ήταν τόσο όμορφος. Τα χρυσοκόκκινα σγουρά μαλλιά της χύνονταν ατίθασα πάνω στους ώμους της, περιβάλλοντας σα φωτοστέφανο αγγέλου ένα πρόσωπο τόσο τέλειο που έμοιαζε βγαλμένο από παραμύθι. Σταμάτησα παραπατώντας κι έμεινα άφωνος να την κοιτάω, μ' ένα παιδικό χαμόγελο ευχαρίστησης ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου.


Το σώμα μου είχε παραλύσει· η καρδιά μου χτυπούσε σα δαιμονισμένη, τόσο δυνατά που νόμιζα πως άκουγα εντονότερα τον ήχο της παρά τον αέρα που ολοένα και δυνάμωνε. Η οπτασία -- τι άλλο μπορεί να ήταν; -- συνέχιζε να τραγουδά με τα μάτια κλειστά, ενώ μέσα μου η ηδονή των αισθήσεων πάλευε με το φόβο του υπερφυσικού. Έκανα την αμυδρή σκέψη πως σίγουρα ονειρεύομαι, είμαι αναίσθητος σ' ένα λασπωμένο μονοπάτι κι όλα αυτά τα φαντάζομαι. Ή ακόμα ότι κάτι μου συνέβη κι αυτός είναι ο παράδεισος· μα ναι, η αψεγάδιαστη ομορφιά της μόνο σ' έναν άγγελο θα μπορούσε ν΄ανήκει. Γονάτισα· η βροχή είχε σταματήσει, μα τώρα το χώμα ποτιζόταν απ' τα σιωπηλά μου δάκρυα.


Νομίζω ότι εκείνη αισθάνθηκε την παρουσία μου τότε, ή ίσως απλά να με είχε ακούσει. Χωρίς καμιά προειδοποίηση είδα, η μάλλον ένιωσα, μια εκτυφλωτική λάμψη να με διαπερνά απ' άκρη σ' άκρη, σβήνοντας τη μορφή της από τα μάτια μου μα όχι κι απ' το μυαλό μου. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι τα βλέφαρά της ν' ανασηκώνονται και τα μάτια της να μου χαρίζουν ένα ανεκτίμητο χαμόγελο...


Φαντάζομαι πως από καθαρή τύχη με βρήκαν στο δάσος το ίδιο βράδυ. Εγώ σίγουρα δε θα είχα καταφέρει να βγω απ' αυτό μόνος μου. Ανακουφίστηκαν όταν με είδαν, βέβαια, μα κανείς τους δεν πίστεψε την ιστορία μου· ούτε τότε, μα ούτε και μέχρι σήμερα. Μόνο μια φορά, μετά από πολλά χρόνια, ο εγγονός μου μου είπε ότι, όπως λέει το παραμύθι, η οπτασία που συνάντησα εκείνη τη μέρα ήταν η νεράιδα του δάσους, που η ομορφιά της τυφλώνει όποιον άτυχο ρίξει το βλέμμα του πάνω της. Χαϊδεύοντας τα σγουρά του μαλλιά, χαμογέλασα και του απάντησα πως έβλεπα μια χαρά. Κι αν τα πάντα γύρω μου φαινόντουσαν μαύρα, αυτό συνέβαινε γιατί δεν ήταν όμορφα. Τα πάντα, εκτός από κείνη...
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

pote ksana

Εκκολαπτόμενο μέλος

Η Ούφ! αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 35 ετών, επαγγέλεται Φοιτητής/τρια και μας γράφει απο Πάτρα (Αχαΐα). Έχει γράψει 226 μηνύματα.
Δυστυχώς ανήκω στη μειοψηφία των παιδιών που δεν μου διάβαζαν κλασσικά παραμύθια οι γονείς.. Μυθολογία,Αίσωπο και παιδικά ποιήματα..

Αλλά η γιαγια μου ήξερε ένα παραδοσιακό χωριάτικο παραμύθι,το οποίο μου έλεγε καθε,μα κάθε βράδι,το ίδιο :

Ο Γκιώνης (είδος κουκουβάγιας)

Ήταν κάποτε δύο αδέλφια,ο Γιάννης και ο Αντώνης,και ήταν βοσκοί σ'ένα χωριό. Κάθε μέρα έβοσκαν τα πρόβατά τους χωριστά στο βουνό και το απόγευμα,πρίν νυχτώσει συναντιούνταν για να επιστρέψουν μαζί στο σπίτι. Ένα απόγευμα,ενώ ο Αντώνης έβοσκε το κοπάδι του άνοιξε η γή στα δύο και τον κατάπιε.. Και ο αδελφός του,που περίμενε,ανησύχησε και άρχισε να τον ψάχνει σ'όλο το βουνό. Όταν νύχτωσε και δεν έβλεπε μπροστά του,απελπίστηκε και σταμάτησε να ψάχνει. Κάθε μέρα έψαχνε να τον βρεί φωνάζοντάς τον ''Αντώνη,Αντώνη..''. Ένα βράδυ παρακάλεσε τον Θεό,''Θεέ μου,κάνε με πουλί,να βλέπω στο σκοτάδι,να κοιτάω απο ψηλά που χάθηκε ο αδερφός μου ο Αντώνης.''. Και ο Θεός τον λυπήθηκε και τον μεταμόρφωσε σε κουκουβάγια,και κάθε βράδι,όταν νυχτώσει αναζητά αιώνια τον αδελφό του,φωνάζοντας ''Γκιων,Γκιων'',δηλαδή, ''Αντώνη,Αντώνη''.


 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Τελευταία επεξεργασία:

D_G

Πολύ δραστήριο μέλος

Ο Δημήτρης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 1,938 μηνύματα.
Ένα ωραίο και διδακτικό παραμύθι έλεγε κάποτε στην μπουάτ ο Σαββόπουλος, και αργότερα το έβαλε και σε ένα δίσκο του. Το παραθέτω κατά λέξη από το δίσκο:

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας κότσυφας που τον έλεγαν Σταύρο.
Απέκτησε φωλιά και κοτσυφόπουλα, και τόσο περήφανος αισθάνθηκε που κάθονταν στο κλαρί καμαρωτός-καμαρωτός.
Κι από μακριά, έρχονται όλα τα πουλιά του δάσους:
Μπεκάτσες, τσίχλες, αηδόνια, τσαλαπετεινοί και παγώνια, από μακρυά τον χαιρετάνε κι από κοντά του λένε:
- Γεια σου Σταύρο!
- Δεν με λένε Σταύρο, μον με λένε, Σταύρο και κυρ-Σταύρο και αφέντη τσουτσουλομύτη!

Αλλάζει όμως ο καιρός.
Να βροχές, να χαλάζια, να κεραυνοί, πάει ο φωλιά, παν τα κοτσυφόπουλα, παν' όλα, βγήκε και κάθονταν στο κλαρί μονάχος.
Κι από μακρυά, έρχονται όλα τα πουλιά του δάσους:
Μπεκάτσες, τσίχλες, αηδόνια, τσαλαπετεινοί και παγώνια, από μακρυά τον χαιρετάνε κι από κοντά του λένε:
Γεια σου Σταύρο, και κυρ-Σταύρο, και αφέντη τσουτσουλομύτη!

- Δεν με λένε Σταύρο, και κυρ-Σταύρο και αφέντη τσουτσουλομύτη...
Μόνο Σταύρο με λένε, μόνο Σταύρο...
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

gademis

Τιμώμενο Μέλος

Ο Δημήτρης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 46 ετών και επαγγέλεται Η.Μ.Μ.Υ.. Έχει γράψει 1,634 μηνύματα.
Πωπω, το άκουγα μικρός αυτό απο το δίσκο!! Τι μου θύμησες.

Εμένα μου έλεγε η γιαγιά μου τον καβουρα και την αλεπου, παραλλαγή του λαγού και της χελώνας, μονο που ο κάβουρας πιάνεται με τη δαγκάνα του στην ουρά της αλεπούς. Έτσι όταν η αλεπού φτάνει σχεδόν στο τέρμα και γυρνάει να δεί πόσο πίσω άφησε τον κάβουρα, ο κάβουρας πηδάει και περνάει πρώτος το τέρμα.

τα παραμυθα ειναι για κοριτσα μονο τα αγορια μπορει να τα κανει ντιντιδες

ετσι ελεγε η μακαριτισα η γιαγια μου
Γιέ μου, κάτσε να δείς τα τρία γουρουνάκια.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

merenwen9728

Νεοφερμένος

Η. .. αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 53 μηνύματα.
"Η Ελίζα και οι 11 κύκνοι"...κάπως έτσι νομίζω το έλεγαν...δε θυμάμαι καλά...είχε ένα ιδιάτερο μυστήριο πάντως...
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

_daemon_

Πολύ δραστήριο μέλος

Ο Άγγελος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 1,537 μηνύματα.
..Κάθε μέρα έψαχνε να τον βρεί φωνάζοντάς τον ''Αντώνη,Αντώνη..''.

Παραμύθι ξεχασμένο, ο Αντώνης που ζητάς...

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

mindcircus

Περιβόητο μέλος

Η mindcircus αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Επαγγέλεται Μηχανικός αεροσκαφών και μας γράφει απο Σουηδία (Ευρώπη). Έχει γράψει 5,956 μηνύματα.
Παραμύθι με Νεράιδες


Κάποτε πριν πολλά χρόνια ζούσε ένα αγόρι τόσο ευαίσθητο και καλόκαρδο που μια μάγισσα θύμωσε τόσο μαζί του που αποφάσισε να του στείλει τη νεράιδα του Σκότους για να το πάρει με το μέρος της.


Η Νεράιδα του Σκότους




Μια νύχτα που το φεγγάρι έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα, πήγε η Μαύρη νεράιδα στο σπίτι του νέου. Σύρθηκε κρυφά μες τους ίσκιους και τρύπωσε στο δωμάτιό του. Το παλικάρι κοιμόταν ήσυχα και γαλήνια. Έβλεπε ένα όμορφο όνειρο και χαμογελούσε.


Η νεράιδα πλησίασε αθόρυβα, κοίταξε το γαλήνιο βλέμμα του και ζήλεψε που ένας θνητός μπορούσε να νοιώθει τόση ηρεμία την ώρα που κοιμόταν. Έβγαλε το μαύρο πουγκί που είχε πάντοτε κάτω από τον μεταξωτό της μανδύα, και του έριξε στο στόμα λίγες σταγόνες. Λίγες σταγόνες από το φίλτρο της Λησμονιάς. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω της και έφυγε γελώντας.


Όταν ξύπνησε ο νέος το πρωί, δεν θυμόταν ποιος ήταν. Δεν θυμόταν τι ήταν. Βγήκε στο δρόμο, περιπλανιόταν σαν χαμένος, κοίταζε γύρω του σαν να έβλεπε τα πάντα για πρώτη φορά. Τότε πετάχτηκε μπροστά του η νεράιδα με τα μαύρα, του χαμογέλασε, και το χλωμό της πρόσωπο έλαμψε.


Πόσο όμορφη του φάνηκε!Ψιλόλιγνη και λυγερή με τα μεγάλα της μάτια να κοιτούν κατευθείαν στην ψυχή του. Το βλέμμα της ήταν σκοτεινό και το χαμόγελό της θλιμμένο, μα γι αυτόν είχε την λάμψη του Ήλιου.Ήταν το πιο όμορφο βλέμμα που είχε δει ποτέ!


Σαν υπνωτισμένος την ακολούθησε. Ο κόσμος έβλεπε τον νέο να ακολουθεί τη μαυροφορεμένη γυναίκα χωρίς να κοιτάει τίποτα άλλο, χωρίς να ρίχνει ένα βλέμμα πουθενά αλλού, παρά μόνο στη μορφή που προχωρούσε εμπρός του κι απορούσε:


"Μα καλά, δεν βλέπει που πηγαίνει; Δεν καταλαβαίνει ότι ακολουθεί τη Μαύρη νεράιδα; Θα τον οδηγήσει στο χαμό του!"


Κανείς όμως δεν του έλεγε τίποτα.Κανείς δεν τον έπιασε από τους ώμους να τον συνεφέρει. Όλοι κοιτούσαν και λυπόνταν. Η ζωή συνεχίζεται, τι κι αν ένας ακόμα νέος έπεφτε στα αδηφάγα χέρια μιας Μαύρης νεράιδας.... Καλό θέμα συζήτησης, μα μέχρι εκεί. Ό,τι δεν μας αγγίζει, δεν μας αφορά. Μέχρι να μας αγγίξει...


Μόνο τότε ασχολούμαστε, μόνο τότε φωνάζουμε και διαμαρτυρόμαστε γιατί κανείς δεν είπε κάτι, γιατί κανείς δεν μας ξύπνησε από το λήθαργο... Ο νέος την ακολουθούσε ολόκληρη τη Μέρα. Ο Ήλιος άρχιζε την κάθοδό του κουρασμένος πια, όταν εκείνοι, έφτασαν σε μια λίμνη.


Ήταν μια όμορφη λίμνη γεμάτη με νούφαρα που επέπλεαν επάνω στα πράσινα νερά της. Καλαμιές σκέπαζαν τη μία της πλευρά, και θάμνοι θεόρατοι, την άλλη. Τα δένδρα ήταν ψηλά και έκρυβαν το φως του Ήλιου. Η υγρασία δημιουργούσε καπνό που αναδυόταν αργά προς τον ουρανό. Φωνές πουλιών και πετάγματα εντόμων δεν ακούγονταν πουθενά. Μια απίστευτη ησυχία πλανίοταν γύρω.


Εκεί σταμάτησε η νεράιδα.Γύρισε τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια και του έγνεψε να πλησιάσει. Σαν να ξύπνησε από το λήθαργο ο νέος, κοίταξε τρομαγμένος γύρω του.

"-Που είμαι;" ψέλλισε.
-"Εδώ μαζί μου..." του είπε η νεράιδα. "Εδώ είναι το σπίτι σου, μαζί μου."

Πέταξε το μανδύα και του έπιασε το χέρι.

"-Έλα, έλα να βουτήξουμε στο νερό. Είναι δροσερά και όμορφα."

Θαμπώθηκε από την ομορφιά του κορμιού της. Ήταν σφιχτό και γεμάτο καμπύλες. Την ακολούθησε υπνωτισμένος. Βούτηξαν στα νερά κι άρχισαν να παίζουν. Έρχονταν όλο και πιο κοντά, οι ανάσες μπερδεύονταν, λαχάνιαζαν. Τα χάδια τους έγιναν πιο τρυφερά.


Η καρδιά του νέου άρχισε να χτυπά δυνατά.

-"Πόσο τυχερός είμαι...." σκέφτηκε. Αλήθεια, πόσο μεγάλη τύχη ήταν να γνωρίσω ξαφνικά μια τόσο όμορφη γυναίκα....!"

Οι μέρες κυλούσαν με χάδια και φιλιά. Ο νέος ένοιωθε ευτυχισμένος εκεί. Μέσα στο συνεχές μισοσκόταδο ανακάλυπτε πράγματα που δεν είχε ποτέ φανταστεί. Ο καιρός όμως περνούσε, και η νεράιδα άρχισε να δυσανασχετεί. Δεν τον άφηνε πλέον να την αγγίζει όπως πριν.Δεν τον άγγιζε ποτέ. Δεν τον φώναζε κοντά της. Καθόταν μόνη σε ένα βραχάκι, και χανόταν μέσα στις σκέψεις της.


Τότε εμφανίστηκε η μάγισσα. Ήρθε ξαφνικά μέσα σε ένα μαύρο σύννεφο. Κάτι είπε στη νεράιδα και αυτή τον κοίταξε με βλέμμα λυπημένο. Ανέβηκε στο σύννεφο και πέταξε μακριά μαζί της.


Ο νέος έμεινε αποσβολωμένος να κοιτά. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έφυγε. Τι είχε κάνει;

"Δεν μπορεί, θα ξαναγυρίσει... Δεν μπορεί να φύγει έτσι ξαφνικά, χωρίς ένα αντίο, χωρίς μια λέξη..." Περίμενε εκεί....

Περνούσαν οι εβδομάδες και ο νέος έστεκε πάντα δίπλα στη λίμνη. Οι μέρες έσερναν τις ώρες τους αργά, βασανιστικά. Κοιτούσε πάντοτε ψηλά, στον ουρανό. Κάθε φορά που έβλεπε ένα μαύρο σύννεφο να πλησιάζει σπρωγμένο από τον άνεμο, αναθαρρούσε.


Η καρδιά του πετάριζε. Περίμενε το σύννεφο να φέρει τη νεράιδά του πίσω. Εκείνο έφερνε όμως μόνο βροχή. Η νεράιδα δεν ξαναγύρισε ποτέ.Καθόταν στην άκρη της λίμνης και αναρωτιόταν

"Γιατί;"
Καμία απάντηση από πουθενά... Η μάγισσα μόνο πέρναγε καβάλα στο σύννεφό της και γέλαγε χαιρέκακα.

-"Τώρα να σε δω θνητέ, που πήγε η γαλήνη και η ηρεμία σου.... Γιατί χάθηκε η ομορφιά της ψυχής σου; Έτσι είναι πάντα... Έτσι θα γίνεται πάντα... Όλοι σας χρειάζεστε μια πλάνη, μία σκιά να βαραίνει τα μάτια για να καταλάβετε, να σταματήσετε να είστε ευτυχισμένοι".


Μήνες ολόκληρους τον κοίταζε και γελούσε. Τον έβλεπε να μαραζώνει και η καρδιά της ευφραινόταν. Μέχρι που κάποια στιγμή πέρασε πάνω από τη λίμνη η μάγισσα με το λευκό σύννεφο. Είδε ο νέος το σύννεφο που κατέβαινε και άρχισε να τρέχει προς τα εκεί.


Ένα τεράστιο χαμόγελο εμφανίστηκε ξανά και το πρόσωπό του έλαμψε. Όμως στο σύννεφο ήταν μόνο μια μάγισσα που το κοίταζε με λύπη.


"-Τι κάνεις εδώ πέρα μόνος σου; Ποιος είσαι;"

"-Εγώ περιμένω την αγαπημένη μου να έρθει πάλι στη λίμνη μας. Την ξέρεις; Φοράει ένα μαύρο μανδύα και είναι πολύ όμορφη. Έχει ένα θλιμμένο χαμόγελο... Έφυγε μια μέρα με ένα μαύρο σύννεφο και δεν ξαναγύρισε."

Η μάγισσα κατάλαβε..

-"Έλα" του είπε... "Έλα να σου πω...."
-"Τι μπορείς να μου πεις εσύ μάγισσα; Που είναι η αγαπημένη μου;"
-"Έλα να σου δείξω."

Ανέβηκε ο νέος στο σύννεφο και πέταξε μαζί με τη μάγισσα πάνω από βουνά και πεδιάδες. Έφτασαν σε ένα δάσος σκοτεινό όσο και η λίμνη του. Εκεί υπήρχαν δύο σκιές που πήδαγαν από βράχο σε βράχο. Γέλια αντηχούσαν και κραυγές. Αναγνώρισε τη φωνή της...Μα που ήταν; Τι έκανε εκεί;"-Γιατί;;;" ρώτησε τη μάγισσα.


-"Δεν υπάρχει γιατί. Έτσι είναι ο κόσμος. Έτσι ήταν και έτσι θα παραμείνει για πάντα. Δεν χωράει καλοσύνη και γαλήνη μέσα του. Πρέπει να υπάρχουν σκιές παντού."

-"Γιατί όμως; Ποιον πειράζει αν όλα είναι φωτεινά; Αν υπάρχει παντού χαρά και αγάπη;"

Η μάγισσα δεν του απάντησε. Τον κοίταξε μόνο και κούνησε το κεφάλι της.

-"Δεν κατάλαβες ακόμα; Ακόμα δεν μπορείς να καταλάβεις ότι τα ωραία πράγματα πρέπει να κρατούν για λίγο; Τι θα ήταν η ζωή σας αν παντού βασίλευε η ευτυχία; Ποιος θα μπορούσε να αντέξει αν όλα ήταν γύρω του όμορφα και εύκολα; Πως θα μπορούσες να κοιμηθείς, να ονειρευτείς εάν όλα είναι λουσμένα στο φως; Πως θα μπορούσες να νοιώσεις την χαρά της ηρεμίας αν ήσουν πάντα ήρεμος";

"Βλέπεις παλικάρι μου, ακόμα κι ο Ήλιος, δύει τη μισή μέρα. Παραχωρεί το θρόνο του στο βασίλειο των Σκιών. Μέσα εκεί ζει ο Έρωτας. Το υπέρτατο συναίσθημα ανήκει στη Νύχτα. Ανήκει στις Σκιές."


Ο νέος κατάλαβε.

-"Όλα είναι μία αντίφαση. Η ευτυχία είναι ένα Όνειρο που κρατάει για λίγο. Είναι μια Στιγμή που τη ζούμε για να μας λείψει. Τότε καταλαβαίνουμε την αξία της. Τότε νοιώθουμε."
-"Έλα πάμε πάλι πίσω. Εκεί στην πόλη από όπου ξεκίνησες. Τώρα ξέρεις. Τώρα μπορείς να ζήσεις κι εσύ σαν Άνθρωπος.
-"Ναι, τώρα πόνεσα. Έμαθα. "
-"Όχι ακόμα. Αλλά τώρα, μπορεί να μάθεις κάποτε." ... είπε η μάγισσα και γύρισε το σύννεφο πάλι στον ουρανό.

Η μέρα χάραζε και ο ορίζοντας ρόδιζε στο βάθος. Ένα ουράνιο τόξο σημάδευε το τέλος της μπόρας κάπου μακριά. Ο Ήλιος κόκκινος, σκορπούσε το φως του παντού. Μια ακτίνα ζέστανε το πρόσωπο του νέου. Έκλεισε τα μάτια κι ονειρεύτηκε τη νεράιδά του.

Τι κι αν ήταν Μαύρη; Ήταν δικιά του, έστω και για μία στιγμή...
-"Σε ευχαριστώ Μαύρη νεράιδα" φώναξε. "Σε ευχαριστώ που με έμαθες να νοιώθω. Με έμαθες ότι όλα είναι περαστικά."
-"Πάμε... Ο κόσμος είναι γεμάτος νεράιδες. Ήρθε η ώρα να ψάξεις τη Λευκή νεράιδα. Είναι κάπου εκεί έξω και σε περιμένει" ....


Η Νεράιδα της Αιώνιας Άνοιξης



πηγή
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Επεξεργάστηκε από συντονιστή:

alis

Πολύ δραστήριο μέλος

Η alis αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 1,134 μηνύματα.
Χμ... Δεν μου αρέσουν τα παραμύθια. Ούτε τα καρτούν, ούτε τα παιδικά βιβλία... Τίποτα. Θυμάμαι ότι μου διάβαζαν παραμύθια όταν ήμουν μικρή αλλά δεν μου άρεσαν καθόλου.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

venividivici

Τιμώμενο Μέλος

Η venividivici αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 23,236 μηνύματα.
https://10dim-koryd.att.sch.gr/par5.htm

ένα πολύ όμορφο παραμύθι.......μέσω net

«Το παραμύθι και η παιδαγωγική του αξιοποίηση»
https://benl.primedu.uoa.gr/ptde/database-ptde/paramy8i.pdf

απόσπασμα
"Παράλληλα όλοι οι ήρωες στο παραμύθι είτε είναι άνθρωποι, πουλιά, ζώα έχουν τη δυνατότητα α αλλάξουν την εξωτερική τους μορφή χωρίς όμως να χάσουν την αρχική τους ταυτότητα. Ακόμη και τα φυσικά στοιχεία, ο ήλιος, το φεγγάρι, τα άστρα, το νερό και τα δένδρα μπορούν να έχουν κάποια υπερφυσική δύναμη."
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Επεξεργάστηκε από συντονιστή:

venividivici

Τιμώμενο Μέλος

Η venividivici αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 23,236 μηνύματα.
Ζούσε κάποτε σε ένα βασίλειο, ένας πολύ καλός βασιλιάς με τη γυναίκα βασίλισσά του και την κορούλα τους την Πούλια, που ήταν γλυκιά και όμορφη. Μια μέρα συμφορά χτύπησε το βασίλειο καθώς η βασίλισσα έπεσε βαριά άρρωστη και τελικά πέθανε. Η Πούλια έκλαψε πολύ για τη μητέρα της, κι ο βασιλιάς δεν έβρισκε λόγια για να την ηρεμήσει. Όμως, ο χρόνος κύλισε, κι ο βασιλιάς ξαναπαντρεύτηκε. Αυτή τη φορά η γυναίκα που πήρε, αν και ήταν όμορφη, είχε κακό χαρακτήρα και ήταν ζηλιάρα. Ζήλευε λοιπόν την Πούλια και όλο έβρισκε ευκαιρία να τη μαλώνει.

Στο μεταξύ γέννησε και η ίδια της ένα παιδί, τον Αυγερινό, τον οποίο υπεραγαπούσε. Ο Αυγερινός, ήταν καλόκαρδος και δε συμφωνούσε με τη μητέρα του που μεταχειρίζονταν έτσι την αδελφή του την Πούλια. Αυτός την αγαπούσε πολύ, και προσπαθούσε να την υπερασπίζεται. Μια μέρα, η δύστροπη βασίλισσα αποφάσισε να σκοτώσει την Πούλια, για να έχει όλο το χρόνο για τον μοναχογιό της που υπεραγαπούσε. Την άκουσε που μιλούσε μόνη της ένα πουλάκι και έτρεξε να προλάβει τα κακά νέα στα δύο παιδιά. Η Πούλια άρχισε να κλαίει από τη στεναχώρια της όμως το πουλάκι της είπε πως αν κάνει αυτό που θα της πει, δεν έχει κανένα φόβο. «Την ώρα που σε λούζει και σου δένει τις κορδέλες στα μαλλιά σου, ο Αυγερινός θα έρθει και θα στις πάρει. Εσύ θα τον κυνηγήσεις τάχα για να τις πάρεις πίσω. Όταν η βασίλισσα τρέξει κι αυτή με τη σειρά της πίσω σας, φρόντισε να κρατάς στα χέρια σου μία χτένα, ένα κομμάτι σαπούνι και λίγο αλάτι. Θα τα ρίξεις με τη σειρά πίσω σου καθώς θα τρέχεις». Έτσι κι έγινε.

Η βασίλισσα πήγε να λούσει την Πούλια, ο Αυγερινός της πήρε τις κορδέλες κι εκείνη άρχισε να τρέχει πίσω του. Η βασίλισσα που τους ακολουθούσε τρέχοντας κι αυτή της έλεγε πως θα της αγοράσει καινούριες και τη φώναζε να γυρίσει πίσω, όμως τα δύο αδέλφια, πιασμένα χέρι χέρι έτρεχαν γρήγορα. Έριξαν πρώτα πίσω τους τη χτένα και έγινε ένα μεγάλο δάσος γεμάτο τσουκνίδες κι αγκάθια. Η βασίλισσα κατάφερε να το περάσει. Τότε έριξαν πίσω τους το κομμάτι το σαπούνι που μεταμορφώθηκε σε μεγάλους βράχους. Όμως η βασίλισσα κατάφερε να περάσει και τους βράχους. Τέλος έριξαν το αλάτι κι έγινε μια θάλασσα τόσο βαθειά κι απέραντη που η βασίλισσα έμεινε στην ακρογιαλιά να κοιτά πώς η Πούλια έφευγε με τον αγαπημένο της γιό.

Τα δύο αδέλφια κάθισαν λίγο να ξεκουραστούν κι ο Αυγερινός διψασμένος έσκυψε να πιει νερό από μια λακούβα που είχε κάνει η πατημασιά ενός πρόβατου. «Μην πιείς από εδώ!» του είπε η Πούλια «γιατί θα γίνεις κι εσύ πρόβατο». Ο Αυγερινός δεν την άκουσε και ήπιε. Τότε μεταμορφώθηκε σε αρνάκι. Η Πούλια προχώρησε και βρέθηκε μαζί με το αρνάκι της σε ένα βασίλειο που δεν γνώριζε. Επειδή φοβήθηκε, ανέβηκε σ' ένα δέντρο στο δάσος. Εκείνη την ώρα περνούσε το πριγκηπόπουλο και την είδε. Όσο κι αν την παρακάλεσε να κατέβει εκείνη δεν κατέβαινε με τίποτα. Ο πρίγκιπας γύρισε τότε στο παλάτι και παρακάλεσε τη σοφή μάγισσα του παλατιού να τον βοηθήσει.

Εκείνη, αφού άκουσε προσεκτικά τι είχε συμβεί, του είπε να της φέρει μία σκάφη, ένα κόσκινο, ένα σακί αλεύρι κι ένα γουρουνάκι. Τα πήρε και πήγε στο δάσος κάνοντας πως είναι μια μισότυφλη γριά. Κάθισε κάτω από το δέντρο που ήταν ανεβασμένη η Πούλια, έβαλε τη σκάφη ανάποδα, πήρε και το κόσκινο ανάποδα και άρχισε να κοσκινίζει το αλεύρι. Αυτό έπεφτε κάτω και το έτρωγε το γουρουνάκι. Η Πούλια που την είδε της φώναξε «Αλλιώς γιαγιά το κόσκινο, αλλιώς και τη σκάφη, για να μη σου τρώει το αλεύρι το γουρούνι». Εκείνη έκανε πως δεν άκουσε και συνέχισε τα ίδια. Η Πούλια της ξαναφώναξε «Αλλιώς γιαγιά το κόσκινο, αλλιώς και τη σκάφη, για να μη σου τρώει το αλεύρι το γουρούνι». Όταν είδε πως η γριά δεν την άκουγε, κατέβηκε να τη βοηθήσει.

Εμφανίστηκε τότε το πριγκηπόπουλο που ήταν κρυμμένο πίσω από ένα δέντρο και την άρπαξε. Την πήγε στο παλάτι και της ζήτησε να τον παντρευτεί. Η Πούλια δέχτηκε και οι γάμοι έγιναν λαμπροί. Μόνο που στο τραπέζι σερβιρίστηκε και το αρνάκι που είχε η Πούλια μαζί της. Όταν εκείνη κατάλαβε πως η πεθερά της είχε μαγειρέψει επίτηδες το αρνάκι, στεναχωρήθηκε πάρα πολύ και μάζεψε τα κοκαλάκια του και τα έθαψε στον κήπο.

Τότε, φύτρωσε μια ψηλή ροδιά που αγκάλιασε με το φύλλωμά της την Πούλια. «Από την κακιά μάνα έπεσες στην κακιά πεθερά, αδελφούλα μου» της είπε, «έλα να φύγουμε μαζί να μένουμε από δω και πέρα στον ουρανό».
Την άρπαξε λοιπόν με τα κλαδιά που άρχισαν να μακραίνουν και να μακραίνουν μέχρι που ακούμπησαν τα σύννεφα. Κι από τότε τα δύο αδέλφια, η Πούλια κι ο Αυγερινός, ζουν μαζί με τα άλλα τα αστέρια στον ουρανό και δεν μπορεί να τους πειράξει πια κανείς.
Αγαπημένο μου παραμύθι "Η Πούλια και ο Αυγερινός" είναι κάπως διαφορετικό το παραμύθι που έχω διαβάσει και το έχω από τα παιδικά μου χρόνια το βιβλίο, αλλά την γενική ιδέα την κρατάει κι αυτό το απόσπασμα που βρήκα.....;)

πηγή

Η αλήθεια και η αδερφική αγάπη αυτών των δυο παιδιών θα νικήσει το κακό και θα τα οδηγήσει να λάμψουν στον ουρανό σαν τα δυο φωτεινά αστέρια που ακόμα μας φωτίζουν, τον Αυγερινό και την Πούλια.;););)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

  • Τα παρακάτω 0 μέλη και 2 επισκέπτες διαβάζουν μαζί με εσάς αυτό το θέμα:
    Tα παρακάτω 1 μέλη διάβασαν αυτό το θέμα:
    • *
  • Φορτώνει...
Top